Ο ΔΡΥΙΔΗΣ ΠΟΥ ΕΨΑΧΝΕ ΓΙΑ ΓΚΙ...
ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ -ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΝΤΟΡΕΤΑ ΠΕΠΠΑ-
Ένα δώρο για τα παιδιά, αυτές τις γιορτινές μέρες!
«Ξημέρωσε!» είπε ο Δρυΐδης με τα χιονόλευκα μαλλιά και τη μακριά γενειάδα. Τεντώθηκε και χασμουρήθηκε. Ήταν νυσταγμένος ακόμα. Το πρώτο φως της αυγής έλουζε το μικρό δωμάτιο, περνώντας μέσα από το τζάμι του παραθύρου.
Ο δρυΐδης σηκώθηκε, πλύθηκε, χτένισε τα μακριά λευκά μαλλιά του με προσοχή, έστρωσε με τη βούρτσα τη γενειάδα του, πήρε το σακούλι του και έριξε στους ώμους τη μακριά λευκή μάλλινη μπέρτα του. Ήταν έτοιμος να βγει έξω.
Ήταν πια μέσα του Δεκέμβρη, που είναι «ο πιο ιερός και χαρούμενος μήνας του χρόνου», όπως έλεγε συχνά γελώντας ο δρυΐδης, και το κρύο ήταν κιόλας τσουχτερό, αλλά δεν υπήρχε κανένα περιθώριο για καθυστέρηση. Έπρεπε να μαζέψει όσο περισσότερο γκι μπορούσε, ν’ ανέβει πάνω στις αιωνόβιες βελανιδιές, στις καστανιές και στα έλατα, εκεί όπου φύτρωνε το πολύτιμο φυτό, και να το κόψει με το χρυσό του δρεπάνι. Σαν θα ερχόταν το χειμερινό ηλιοστάσιο, η μέρα δηλαδή που έχουμε την πιο μεγάλη νύχτα του χρόνου, θα γέμιζε το καλυβάκι του με το πολύτιμο φυτό, θα το κρεμούσε πάνω από πόρτες και
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου