Ένα αισθαντικό-όπως πάντα- διήγημα του ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ...Σχεδόν αριστουργηματικό. Το περιβάλλον-σκηνικό είναι χριστουγεννιάτικο.. αλλά τα μηνύματα του παγκόσμια. . Ένα μικρό δωράκι από την ιστοσελίδα μας σε σας. Θα σας πάρει 15 λεπτά μόνο... αλλά θα σας αγγίξει !
ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ |
Διήγημα του ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ
Το τζάκι είχε κουρώσει για καλά και τα πύρινα κούτσουρα τσίριζαν ακατάπαυστα σε έναν μοιραίο καυγά για το ποιο θα κατασπαραχτεί πρώτο από τις τεράστιες φλόγες που τα έζωναν θανάσιμα. Η τύχη τους ήταν εκ προοιμίου γνωστή. Θα γινότανε στάχτη, αναπόφευκτα. Έξω, η αισθητά χαμηλή θερμοκρασία μύριζε χιονιά, αλλά είχαν περάσει πολλά χρόνια που είχε να φανεί χιόνι εκεί στους Αγίους, όπως οι ντόπιοι χάριν συντομίας αποκαλούσαν την πολίχνη, των Αγίων Αποστόλων, στον Κάλαμο, εκεί στη γραφική παραλία του Ευβοϊκού, κατάντικρυ-δυο οργιές απόσταση- απ’ το μεγάλο βουνό Δίρφυ που αυτό, δόξα τω Θεώ, ήταν πάντα ντυμένο στα λευκά του. Χιονοσκεπές, σχεδόν ίσαμε με τον Αύγουστο.
Οι τρεις ηλικιωμένοι κύριοι , καθισμένοι γύρω από μια στρογγυλή τάβλα, κοντά στο τζάκι, από τη μια απολάμβαναν τη ζεστασιά κι από την άλλη ρέμβαζαν από τη μεγάλη τζαμαρία τη μεγαλοπρέπεια της χιονισμένης Δίρφυος.
–Τι πράμα κι αυτό πάλι. Δυο βήματα από δω και δεν λέει να μας έρθει το χιόνι… έτσι βρε, για τα καλά Χριστούγεννα, παρατήρησε αδιάφορα ο ένας απ΄ αυτούς, πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου, ο εκλαμπρότατος «προφέσορας» της φιλοσοφίας κ. Πάτροκλος Φανός.
–Σιγά τα Χριστούγεννα! Χριστούγεννα ακούμε και Χριστούγεννα δεν βλέπουμε. Πάνε πια οι καιροί εκείνοι, που όλα τέτοιες μέρες ήσαν γιορτινά, χαρωπά, παρατήρησε ο άλλος, επιθεωρητής Εφορίας, κύριος Πελοπίδας, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Συμβαίνει αυτό με τους εφοριακούς. Κρατάνε πάντα μια αχλή μυστηρίου γύρω από την ταυτότητα τους. Δεν σου δίνουν εύκολα τα προσωπικά τους δεδομένα. Για το φόβο των Ιουδαίων , δηλαδή των φορολογουμένων, οι οποίοι συχνά τσατίζονται με τους φορατζήδες και δεν ξέρεις ποτέ τι μπορεί να κάνει ένας κυνηγημένος της Εφορίας.
΄Ετσι εδώ στους Αγίους όλοι τον ξέρανε σχέτο σαν Πελοπίδα και τίποτε περισσότερο.
Ο τρίτος της συντροφιάς, ο κύριος Κίμων Κριτής σιωπούσε, ή μάλλον βαριότανε να αποκριθεί σ΄ αυτά τα κοινότυπα και πληκτικά. Προτιμούσε να έχει το βλέμμα του καρφωμένο στον χιονισμένο όγκο του μεγάλου Ευβοϊκου βουνού. Αυτός ήταν δικαστής. Εφέτης, Αρεοπαγίτης, τέλος πάντων γενικώς δικαστής. Χλωμός και στεγνός όπως άλλωστε όλη η φάρα του συναφιού του. Λιγόλογος κι οσάκις χρειαζόταν να μιλήσει, δεύτερη κουβέντα δεν σήκωνε, λες κι έβγαζε δικαστική τελεσίδικη απόφαση.
Υπέρ πάντων γι αυτόν ήταν ο Νόμος, η εφαρμογή του Νόμου. Διήλθε τη ζωή του, μέσα από ένα κυκεώνα διατάξεων, παραγράφων και άρθρων και χωρίς να το καταλάβει είχε ξεθωριάσει ευδοκίμως να υπηρετεί το Δίκαιον, αγωνιζόμενος υπέρ της απονομής της δικαιοσύνης, αλλά τώρα πια συνειδητοποιούσε, πως αυτό ήταν μια άσκημη φάρσα και πως λάθος δρόμο είχε πάρει. Δεν ήταν όμως κακούλης. Άλλο αν οι επαγγελματικές συνήθειες τον έκαναν να φοράει τη μάσκα του βλοσυρού κι άτεγκτου. Ένα κουβάρι πράμα με χοντρούς μυωπικούς φακούς στα μάτια, και πάντα σε στυλ αγόρευσης.
Ανθρωπάκι του Θεού κι αυτός, μια σαλάτα, δηλαδή, λίγο απ΄ όλα.
–Εσύ κυρ-Κίμωνα, θα είσαι εδώ αμίλητο ποταμάκι; του πέταξε πειρακτικά ο Πελοπίδας, στο σπίτι του οποίου είχαν μαζωχτεί και οι τρεις τους «για να περάσουν μαζί τις Χριστουγεννιάτικες μέρες», όπως είπαν.
Ο κ. Κίμων πετάχτηκε από το λήθαργο και τους ρεμβασμούς του πέρα στο χιονισμένο βουνό της Εύβοιας και είπε, χωρίς να πάρει το μάτι του από την τζαμαρία και τον πέρα ορίζοντα:
–Τι να πω; ΄Όλα είναι ειπωμένα από καταβολής κόσμου… ΄Όλα είναι στάχτη, γίνονται τελικά στάχτη , όπως τα κούτσουρα στο τζάκι. Στην αρχή βγάζουμε, σπίθες, ύστερα φλόγες, φωτίζουμε και μετά γινόμαστε στάχτη. Αυτό είμαστε κύριοι: αποκαϊδια. Ας μην κοροϊδευόμαστε …
–΄Ελα, έλα πάλι σ΄ έπιασε το απελπιστικό σου, δεν βαρέθηκες πια; του είπε ο Πάτροκλος.
-Δεν με πιάνει καμιά απελπισία. Απογοητευμένος είμαι μόνο, και πολύ μάλιστα…
–Το ίδιο είναι. Φταίει η ηλικία. Είσαι έξω από τα νερά σου. Μην το παίρνεις και τόσο κατάκαρδα…
Ο Κίμων Κριτής, κάνοντας πως δεν άκουσε, συνέχισε να κοιτάει πέρα στον ορίζοντα. Μετά έσκουξε, προτρέποντας:
-Να κοιτάξτε έξω … στον κόλπο ανεβοκατεβαίνουν τα ψαροκάϊκα των Αγίων… Άλλοι ρίχνουν δίχτυα κι άλλοι τα μαζώνουν… Πόσο τους ζηλεύω… Μην μου πείτε ότι δεν είναι γοητευτικό; Η ζωή είναι εκεί πέρα, είναι στη Θάλασσα, ενώ εμείς σ΄ αυτή τη κάμαρη νεκροταφείο, για ποια Χριστούγεννα τσαμπουνάμε; Ποιον προσπαθούμε να ξεγελάσουμε..
–Α, παλιά μου τέχνη κόσκινο… Εσύ με το χαβά σου. Το ψάρεμα σου. Άντε, αν σε κοτάει , σάλτα με αυτόν τον ψoφόκαιρο να ρίξεις παραγάδι… Θα σε φάει, μωρέ, η μαρμάγκα στη ηλικία που είσαι…τον τσίνισε ο τέως έφορος.
–Ας με φάει…Ας με φάει ζωντανό, την ώρα που θα κάνω κάτι, που θα κινούμαι, που επιδιώκω κάτι. Όλα κιόλα το ψάρεμα είναι μαγεία και η θάλασσα είναι ζωή, ένα ατέλειωτο όνειρο! Εμείς εδώ, άπραγοι, μια χαλκομανία της συμφοράς, ζωή εν τάφω! Μη γελιόμαστε φίλοι μου, είπε κάθετα ο κ. Κίμων.
Οι άλλοι δεν σκάμπαζαν από ψάρεμα. Αυτός ο δικαστής, όμως, είχε τέτοιο χούγι: Να ψαρεύει. Είχε μια βαρκούλα και κάτι ψαρικά εργαλεία κι όταν είχε κέφι και καλοκαιριά απλώνονταν στον Ευβοϊκό κι όλο κάτι έβγαζε . Συνήθως τη ψαριά του τη μοίραζε σε γνωστούς και γείτονες αλλά όχι και σε φίλους, με τους οποίους είχε ξεκόψει από πολλού.- Από ντροπή έλεγε, από τότε που τον παράτησε η γυναίκα του. Αυτός που ήταν υπόδειγμα ευταξίας και τηρητής του ελληνοχριστιανικού τυπικού, βρέθηκε ξάφνου εκτός οικογενείας. Τον πέταξε η γυναίκα του κακήν κακώς. Το ρεζίλι δεν μπορούσε να το χωνέψει. Και τώρα μετέωρος αγνάντευε, συντροφιά με τους άλλους δυο απόμαχους, ομοιοπαθείς, επίσης αποδράσαντες εκ του οικογενειακού παραδείσου.
Τον Πελοπίδα, πάλι, του έδωσε τα παπούτσια στο χέρι, η συμβία του, με επίσημο διαζύγιο που βγήκε «κοινή συναινέσει». Ενώ ο φιλόσοφος Πάτροκλος πήρε αυτοβούλως το καπελάκι του και το έβαλε στα πόδια ρίχνοντας πέτρα πίσω του. «Δεν τράβαγε άλλο, η επικοινωνία με τα παιδιά του, τη γυναίκα του, ολοένα και γινότανε χειρότερη. Έκρινε να πάρει των ομματιών του κι όπου φύγει-φύγει … «Δεν ξέρω, μπορεί να γέρασα, να ξεκούτιανα και να ήμουν βάρος… δεν μπορούσα να είμαι μαζί τους και βάρος…εγώ ο αδάμας της σκέψης και του ορθού βίου» έλεγε όταν τον έπιαναν τα εξομολογητικά του. Πάντως τώρα οι τρεις τους κλαίγανε τη μοίρα τους ρεμβάζοντας προς τη θάλασσα ή παρακολουθώντας με απλανές βλέμμα τα παιχνίδια της φωτιάς στο τζάκι. Και για να πηγαίνουν κάτω τα φαρμάκια, κοπανούσανε κανένα ποτηράκι με μπρούσκο κόκκινο ευχόμενοι αλλήλους «εις υγείαν» , αν και η δική τους ήταν αμφίρροπος και το ξέρανε λίαν καλώς, αφού τα χαπάκια στις τσέπες τους, θύμιζαν υποκατάστημα φαρμακείου.
Ήταν σαφές ότι η ατμόσφαιρα γύρω από το τζάκι, δεν ήταν η ιδανικότερη, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες να ζωντανέψει με κανένα αστειάκι ή με μια όμορφη ανάμνηση, από τις πολλές που διηγούνται οι γέροι, το πράγμα δεν τσούλαγε.
Όλο το παρελθόν τους μπούκωνε, τους στραγγάλιζε με αναπάντητα ερωτήματα και μύριες απορίες, με ένα μεγάλο εφιαλτικό ΓΙΑΤΙ; «Γιατί, Θεέ μου, τώρα στα γεράματα να πάθω τέτοιο χουνέρι»; Οι συσωρευθείσες γνώσεις στο κρανίο τους απελπιστικά λίγες, ανήμπορες να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν τα μυστήρια που τους έλαχαν, εκ του μη όντως όπως , με παιδική αφέλεια θαρρούσαν. Τόσα χρόνια ζωής και μελέτης αβάσταχτης, δεν βοήθησαν και τα αδιέξοδά τους, αντίθετα έβλεπαν να πολλαπλασιάζονται. ΄Όλα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, ενώ αυτοί πίστευαν πως όσο γερνάει ο άνθρωπος, τόσο και πιότερο θα γαληνεύει. Διαπίστωναν το αντίθετο κι αυτό τους στεναχωρούσε, τους βασάνιζε ακόμη πιο πολύ… Δεν καταλάβαιναν, όσο κι αν έστυβαν το κεφάλι τους.
Ακόμη, την κατάσταση, δεν απάλυνε ούτε το καλό μεζεκλίκι που είχε παρασκευάσει με μεράκι ο Πελοπίδας, ο οποίος, ως έφορος, πάντα είχε το τρόπο του να εξασφαλίζει τα καλύτερα και να μη πληρώνει φράγκο. Σ΄ όποιο μαγαζί κι αν έμπαινε οι άλλοι κάνανε τεμενάδες για να του χαρίσουν τα πάντα, προσμένοντες την εύνοιά του κατά τους φορολογικούς ελέγχους. ΄Ε, κι αυτός, κατά συνείδηση, έκανε συχνά τα στραβά μάτια.
΄Ετσι και σήμερα, παραμονή Χριστουγέννων, είχε εξασφαλίσει για την παρέα όλα τα θεσπέσια: φασιανό Ουγγαρίας, αγριόχοιρο Πίνδου, πάπια Κίνας, κανα δυο κομμάτια στρουθοκαμήλου και μερικά άλλα, τα οποία έψηνε με ξεχωριστό μεράκι, γεγονός που έκανε τους επισκέπτες του να γλύφουν τα δάχτυλά τους.
Παρά τις θεραπευτικές αυτές ενέσεις το πράγμα δεν τσούλαγε. Το ποτό δεν επενεργούσε στο να ευθυμήσουν, και οι καλοί μεζέδες, τους κάθονταν κόμπος στο λαρύγγι. Η κουβέντα δεν έρεε, όπως άλλοτε. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από τρεις παντέρημους γέρους; Έστω και σοφούς, όπως συχνά δεν παρέλειπαν να αυτοπροσδιορίζονται αυτάρεσκα οι λεγάμενοι; Όλα όσα είχαν να πουν τα είχανε πει και το μόνο που έκαναν τώρα ήταν να επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια χιλιοειπωμένα. Ξεθωριασμένες αναμνήσεις, ηρωικά κατορθώματα και βράσε όρυζα.
Ο Πάτροκλος Φανός, ως «προφέσορας» φιλοσοφίας είχε τον τρόπο να ανάβει τα αίματα και να προκαλεί ατέλειωτες συζητήσεις για τα πλέον απίθανα. Σιάστηκε πάνω στη βαθιά πολυθρόνα του, πήρε μια περισπούδαστη θεατρική πόζα και ρώτησε τον σκυθρωπό και καταποντισμένο από σκέψεις, Κίμωνα Κριτή.
–Για πες μας Κίμωνα , μια και αγαπάς τόσο το ψάρεμα, τι κοινόν έχουν οι ψαράδες με τους δικαστές;
Τι κοινόν έχουν, δικαστές, εφοριακοί και ψαράδες; Απλώς όλοι τους...ψαρεύουν! |
–Ασφαλώς καμιά, φίλε μου! Τι ερώτηση είναι αυτή; διαμαρτυρήθηκε.
–Κάνεις λάθος. Ψαράς και δικαστής είναι το ίδιο πράμα! Κάνουν την ίδια δουλειά και περίπου με τα ίδια εργαλεία, απλά κυκλοφορούν με διαφορετικές ταμπέλες…
–Τι είναι αυτά που λες; Δεν φανταζόμουν ότι εσύ θα έφθανες να μπουρδολογείς…
–Μην ξεχνάς ότι είμαι -ήμουνα- καθηγητής Φιλοσοφίας. Τι,… ήμουνα δηλαδή, ποτέ ένας φιλόσοφος δεν παύει να λειτουργεί σκεπτόμενος, έστω κι αν συνταξιοδοτηθεί! Έτσι, λοιπόν, ψαράς και δικαστής είναι ομοούσιοι.
Ο Ψαράς βάζει δόλωμα στο αγκίστρι ή ρίχνει τα δίχτυα του και μαγκώνει τα ψάρια. Το ίδιο και ο δικαστής: Αμολάει τα δολώματα του σε μάρτυρες, σε κατηγορουμένους, για να ανακαλύψει τάχα μου την αλήθεια , κι αν το ψάρι τσιμπήσει, μετά το ψήνει με ποινές! Είτε είναι ανθρώπινος ο ψάραγκας είτε σπαρταριστό, φρέσκο ψάρι! Όλα τα ψάρια καταλήγουν τελικά στο τηγάνι!
–Χι…χι…χι, έσκασε στα γέλια ο Πελοπίδας.
–Πως σου ήρθε, βρε αθεόφοβε, τέτοιος παραλληλισμός; Άκου ψαράς και δικαστής είναι το ίδιο….Χι….χι…χα….χα…
Η ατμόσφαιρα εκεί γύρω από το τζάκι , άρχισε να ζωηρεύει.
–Χα…χα… χα…Μα κι εγώ, ως εφοριακός, δεν είμαι απ’ έξω! Το ίδιο κι εγώ ψαράς ήμουνα μα δεν το’ χα συνειδητοποιήσει … Ω, ρε, τι δίχτυα έριχνα για να πιάσω στη φάκα τους φοροδιαφεύγοντες. Άρα δικαστής και φορατζής στην ουσία είμαστε ψαράδες! Χι…χι…χι… Αλλά εσύ κυρ-προφέσορα τι μέρος του λόγου είσαι;
–Μα κι εγώ ψαράς! Ψαρεύω… εσάς τους ψαράδες, αλλά όχι τόσο ύπουλα και πονηρά…όπως η αφεντιά σας απλώνετε τα δίχτυα! ΄Όλα κι όλα…
–Μα τι λες… το Δίκαιον είναι υπεράνω όλων… διαμαρτυρήθηκε ο Κίμων Κριτής..
–Άστα αυτά, παλιοδικαστή, γιατί θα περάσω στη Φιλοσοφία του Δικαίου και θα βρεθείς σε πολύ δύσκολη θέση. Παραδέξου πως είσαι ψαράς-δικαστής… είπε με νόημα και χαμογελαστά ο Πάτροκλος Φανός!
Όλοι τους γελάσανε. Μετά πλάκωσε πάλι η καταχνιά. Τα βαριά σύννεφα. Τα κούτσουρα στο τζάκι, τσουρούφλιζαν το γνωστό σιγανό τραγουδάκι της φθοράς, της φλόγας που τελευτεί και γίνεται στάχτη, καψίδια, κάρβουνο..
Όντας καλλιεργημένοι και οι τρείς τους δεν το έφεραν και τόσο βαρέως που βιούσαν τη μοναξιά, μακριά απ’ όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα που είχαν αναστήσει. Λογικά το είχαν πάρει απόφαση. Αποδέχονταν τα αναπόφευκτα, αλλά ψυχικά τυραννιόντουσαν από χίλια μύρια.
Ήσαν ξεκρέμαστοι, φτερό στον άνεμο. Δημιουργοί αυτοί, χωρίς τα δημιουργήματά τους! Ήσαν οι απελαθέντες από εκείνους που φρόντισαν κι ανέθρεψαν. Γέροι εν εξορία. Υπό απαγόρευση, με πλέρια απόρριψη κι αποστροφή! Τα παιδιά και τα εγγόνια τους, δεν τους έδιναν την παραμικρή σημασία. Στη χάση και τη φέξη, μόνον, τους τηλεφωνούσαν για να τους δείξουν τάχα το ενδιαφέρον τους, για την υγεία τους, «αν είναι καλά» και λοιπά, τέτοια άνοστα! Οι απόγονοί τους, τα αποσπόρια τους είχαν πια τη δική τους ρότα και δεν γούσταραν πολλά νταραβέρια με τα γερόντια. Μάλιστα, δεν θυμούνται, έστω και μια φορά, να τους είχαν ζητήσει τη γνώμη τους για κάποια προβλήματά τους, που αυτοί ως έμπειροι, ίσως, τους έδιναν τη σωστή λύση. Είχαν προηγηθεί σε φουρτούνες και κατραπακιές της ζωής. Είχανε, λέγανε, «το πιάτο της πείρας της ζωής» έτοιμο, κι εύλογα προσδοκούσαν, το απόσταγμα της σοφίας τους, να ήταν χρήσιμο. Μα τα τέκνα τους, είχαν άλλη παντιέρα. Κάνανε του κεφαλιού τους. Καμιά σημασία δεν τους έδιναν!
–Εσύ πατέρα δεν ξέρεις, άλλαξαν οι καιροί! τους λέγανε προσβλητικά. Δεν ξέρανε αυτοί…. που τους δίδαξαν τα πάντα!
–Οι καιροί μπορεί να άλλαξαν, αλλά τα ανθρώπινα προβλήματα είναι ίδια από τότε που υπάρχει ζωή, απαντούσαν χωρίς, ωστόσο, να ακούγονται.
Χώρια και το άλλο ανέκδοτο. Ήθελαν, ή σκέφτηκαν, λέει, να τους βάλουν και σε Γηροκομείο… έτσι για να απαλλαγούν- μια κι έξω από την παρουσία τους- με την αφέλεια ότι έτσι εκτελούν «το ύψιστο καθήκον τους» προς τους γεννήτορές τους. Αμ δε! Κάτι τέτοιο δεν κόλλαγε στους ιδιόρρυθμους αυτούς γεροντάκους , αλλά και κοτσανάτους συνάμα. Όλα κιόλα! Το καλόν να λέγεται.
–Εμείς σε γηροκομείο; Μα ούτε σε ΚΑΠΗ πατάμε! Δε σφάξανε! απάντησε ο καθένας τους, περίπου με τα ίδια λόγια, όταν οι δικοί τους είχαν θέσει ανάλογο θέμα.
Ο εφοριακός έκανε μια ακόμη απόπειρα για να αναθερμάνει το κλίμα, ύστερα από εκείνες τις θεωρίες του «φιλοσόφου» περί δικαστών- ψαράδων κ.λ.π. Άρχισε να λέει μερικά σόκιν, αστειάκια, υπονοούμενα για γυναίκες και τα λοιπά, μα του έκοψε τη φόρα ο Πάτροκλος;
–Σταμάτα τις ανοησίες πια. Είναι γελοίο, εμείς στην ηλικία μας, να μιλάμε για έρωτες και «πηδήματα»! Τι τάχα θέλουμε να αποδείξουμε; Θα μας πάρουν με τις λεμονόκουπες. Κι αν υποτεθεί ότι είμαστε καλοί πηδηχταράδες, τι αποδεικνύεται; Κάθε πράγμα στον καιρό του! Κι εξάλλου σας το ξεκαθάρισα: Η γυναίκα δεν παρουσιάζει το παραμικρό ενδιαφέρον για μένα! Και τέλος πάντων, εμείς πηδάμε ή αυτές μας πηδάνε; Μια ολόκληρη ζωή είμαστε χρηστικά αντικείμενα των γυναικών! Τα είπαμε χιλιάδες φορές. Μας παντρεύονται και μας χωρίζουν όταν αυτές θέλουν. Αυτές αποφασίζουν μέσα στο σπίτι, αυτές διαμορφώνουν τα παιδιά μας. Άλλωστε κι εμείς εδώ, οι γεροξεκούτηδες, προϊόντα της μάνας μας είμαστε.
Όχι του πατρός! Τέρμα πια δεν θέλω να ακούω άλλες βλακείες! Φτάνει, βαρέθηκα! τους μπουμπούνισε ο αξιότιμος κύριος προφέσορας.
Οι άλλοι δύο κούνησαν την κεφαλή αορίστως κι η απόπειρα να ακουστούν μερικά σκαμπρόζικα ερωτικά αστειάκια κόπηκε στη μέση.
Με τίποτε δεν έλεγε να σπάσει ο πάγος. Είναι αλήθεια πως τους πλάκωναν πολλά, αναρίθμητα! Και το πλάκωμα, τώρα που ξημέρωνε Χριστούγεννα, έμοιαζε ασήκωτο. Βάραινε οδυνηρά μέσα στην κάμαρη με το τζάκι. Οι αναμνήσεις από παλαιές Χριστουγεννιάτικες μέρες κάλπαζαν μέσα στο κεφάλι τους.
Για την ακρίβεια, όμως, τα Χριστούγεννα για τους τρεις γέρους δεν αντιπροσώπευαν τίποτε, σχεδόν! Μετά από τόσα χρόνια είχαν γίνει ένα βαρετό και ξεζουμισμένο συνήθειο. Ήταν, ωστόσο, ένα σκηνικό αποδεκτό η γιορτή αυτή, τόσο παμπάλαια, και δεν είχαν κανένα λόγο να την αμφισβητήσουν ή να την μειώσουν με όποιες θεωρίες τους κατέβαιναν! Στο κάτω της γραφής ήταν γιορτή αγαλλίασης ψυχής. Η ατμόσφαιρα, ότι και να’ λεγε ο καθένας, είχε μια άλλη αίσθηση. Το έβλεπες, κάτι άλλο πλανιόταν στη γύρω φύση, κάτι πιο φωτεινό. Μια γενική θλίψη, κολλητή όμως με φως, ελπίδα και χαρά, πράγμα γενικώς ανεξήγητο και παράξενο. Το κλίμα των Χριστουγέννων, για μια αλλόκοτη λογική, είχε μια άλλη γεύση. Όλος ο κόσμος ένιωθε, περίεργα θλιμμένος μα και χαρούμενος συνάμα. Οι καλαντιστές με τα πανέμορφα τραγουδάκια τους, οι λιχουδιές και οι μοσχοβολιές, τα λαμπιόνια, τα πολύχρωμα φωτάκια, τα έλατα, οι στολισμοί παντού ολόγυρα, ημέρευαν την αγριάδα της ψυχής κι έκαναν τους ανθρώπους να αισθάνονται πιο όμορφα. Είτε πίστευες στον γεννηθέντα εκ Παρθένου Θεό, είτε όχι! Ακόμη και οι αλλόθρησκοι σε τούτες τις μέρες έμοιαζαν αλλιώτικοι. Πιο κοντινοί στη γέννηση του Χριστιανικού Θεού. Σύμπασα η ανθρωπότης μετείχε στα χαρμόσυνα γεννητούρια του Θεανθρώπου, που στο κάτω-κάτω, εμφανίζεται κι ως Θεός της αγάπης! Όχι της απόρριψης! Κι αυτό είναι θετικό κι όχι αντικείμενο … φιλοσοφικής εργασίας ή ανάλυσης. Η αγάπη δεν αναλύεται, ούτε σπουδάζεται. Γεννιέται μαζί με τη νέα ζωή.
–Όχι, κύριοι, έτσι τα θωρούμε, μα δεν είναι έτσι! ΄Η κι έτσι είναι… αλλά.
Δεν είναι καινούργιο φρούτο τα Χριστούγεννα και μην … αγλαϊζόμαστε μιλώντας για περίεργα μυστήρια. Μην παραξενεύεστε , που η διάθεση όλων μας, είναι εύχαρις και έχει μια ανανεωτική δυναμική. Και προ Χριστού, έτσι συνέβαινε. Για Χριστούγεννα μιλάμε σήμερα, μα τότε στις αρχαίες εποχές μιλούσανε για τα Ηλιόγεννα, που ο κόσμος στην ίδια χρονική χειμωνιάτικη περίοδο, ένιωθε αυτή την ανεξήγητη ευωχία! Πάντα κατά τον μήνα αυτό γεννιέται το φως… πάντα οι άνθρωποι κάνουν ευχές για τη ζωή… για το ευ ζειν … Μη μιλάμε για Παρθενογέννητο υιό Θεού κι άλλα κουροφέξαλα. Αυτές οι ψυχικές αναστατώσεις που νιώθουμε κάθε τέτοια εποχή προϋπήρχαν , χώρια που οι Ρωμαίοι τιμούσαν την 25η Δεκεμβρίου ! Για τους ίδιους λόγους!… Για περισσότερο φως! Η γέννηση του αλλοδαπού Θεού «μας», αντιπροσωπεύει το φως , την ομορφιά της ζωής, την ελπίδα για ευ ζείν – αν και η ελπίδα είναι μια αυταπάτη και ψευδαίσθηση, ένα παραμύθι, όπως εγώ, φιλοσοφών, πιστεύω! Και τα Ηλιόγεννα το ίδιο φως, το καινούργιο, το νέον εκόμιζαν. Ευ ζείν, λοιπόν, είναι τα Χριστούγεννα και πολύ ορθώς με αγριογούρουνο και με τα άλλα του καλούδια μας φιλεύει ο ευσεβής ημών και συμπάσχων , ομοιοπαθητικός Πελοπίδας, αν και …φορομπήχτης του κερατά! Λάλησε, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τα ανεξήγητα, ο φιλόσοφος της συντροφιάς. Οι άλλοι δύο, μην έχοντας επιχειρήματα αντίκρουσης, έχαψαν τα ρηθέντα -μάλλον από βαρεμάρα -και συνέχισαν να είναι εκεί γύρω από το τζάκι, μασουλώντας μεζεδάκια και κατεβάζοντας ποτήρια.
Οι τρεις ιππότες της μοναξιάς, άλλος λίγο, άλλος πολύ είχανε θυσιαστεί για δεκάδες χρόνια στο βωμό αυτής εορτής και με τον τρόπο τους είχαν γαλουχήσει τους απογόνους τους στην τήρηση του παμπάλαιου εθίμου. Και σήμερα παλουκωμένοι μέσα στον οντά με θέα τη θάλασσα ένιωθαν απέραντο σφίξιμο στην καρδιά. Αυτοί δεν δίδαξαν στα παιδιά τους την αγάπη και τα Χριστούγεννα; ΄Η μήπως δεν δίδαξαν σωστά την αγάπη; Πως; Αφού η αγάπη δεν διδάσκεται! Καλά τα Χριστούγεννα διδάσκονται…όπως όλα τα καλά παραμύθια.
Πάντως αγάπη έδωσαν κι αγάπη δεν έλαβαν τα τρία γερόντια, βαθέως παραπονούμενα… Μυστήριο, που δεν καταλάβαιναν, ή που δεν ήθελαν να καταλάβουν. Αλλά έτσι συμβαίνει με τους γέρους, όλο παράπονο είναι..
Μια βδομάδα νωρίτερα ένα ευσεβές τέκνον του έφορα έστειλε το μήνυμα:
–Πατέρα είσαι προσκεκλημένος να κάνουμε μαζί Χριστούγεννα!
Κι αυτός αποκρίθηκε απλά, χωρίς να κρύβει κάποιο θυμό στη φωνή του.
–Κανένας πατέρας δεν προσκαλείται από τα παιδιά του. Η φαμίλια είναι δικιά μου ρίζα κι άρα… τέτοιες προσκλήσεις από τη δικιά μου φάρα… είναι τουλάχιστον αστείες, αν όχι εμπαιγμός! Ναίσκε; Και κατέβασε το ακουστικό. Η εν διαστάσει γυναίκα του φιλοσόφου, «προφέσορα», του είπε στο τηλέφωνο:
–Και φυσικά θα κάνουμε Χριστούγεννα μαζί…. σπίτι μου.
–Δεν είναι τόσο αυτονόητο… Έχω «κλείσει» με κάτι φίλους…να περάσω τα Χριστούγεννα! Πού βρίσκεις το φυσικό, δεν καταλαβαίνω. Πάντως ευχαριστώ!
-Δηλαδή, προτιμάς τους φίλους από την οικογένειά σου; ρώτησε η χαζή γυνή!
–Για ποια οικογένεια μιλάς, μωρή μουρλέγκω; Δεν την έχεις διαλύσει; Πως μπορείς να κάνεις Χριστούγεννα με έναν που έδιωξες, που ανάγκασες σε φυγή; Τι πράματα είναι αυτά; Δεν μου είπες ότι είμαι ένας σκατάς άνθρωπος; Με τα σκατά θέλεις να συνφάγεις, Χριστούγεννα μέρα; Δεν κατανοώ την ασυναρτησία!
Ο Πελοπίδας απ΄ την άλλη, ο οποίος σαν έφορος ήταν ψυχρότερος ξεκαθάρισε με τους δικούς του, σε αντίστοιχες κρούσεις με μιάς! Τους έστειλε όλους στο διάολο, ανεξέλεγκτα οργισμένος, κατεβάζοντας τους και μερικά…. καντηλέρια.
–Καραγκιόζης εγώ δεν γίνομαι! Τι θα παραστήσετε τάχα , πως αν είμαι ανάμεσά σας, θα εκτελέσετε το καθήκον σας προς τον δημιουργό σας; Άντε παρατάτε με! Είστε ΟΥΛΟΙ σας εχθρικό, ξένον πεδίον! Για να μη σας πάρει ο διάολος τον… πατέρα! Επί ένα χρόνο έναν καφέ, ένα ποτήρι νερό δεν μου προσφέρατε… με θυμηθήκατε τώρα τα Χριστούγεννα; Και ποιος σας είπε ότι είμαι «ο μπαμπάς των Χριστουγέννων και του Πάσχα»; Βρε ΟΥΣΤ από κει!
Με αυτά και κάτι άλλα, οι τρεις σοφολογιότατοι, ξοδεύανε εκεί την ώρα τους, μα η ατμόσφαιρα συνέχισε να είναι μουντή, πληγωμένη. Δεν έλεγε να ανασάνει προς το καλύτερο. Τα φαρμάκια δεν μπορούσαν να πάνε κάτω!
Ξάφνου ορθώθηκε ο «προφέσορας», ύψωσε το ποτήρι κι ευχήθηκε:
–Εις την υγείαν μας!
–Να χαιρόμαστε τις γυναίκες μας! Αντιφώνησε περιπαικτικά ο Κίμων, ο δικαστής.
–Της καλύτερης γυναίκας η ψυχή …στον απόπατο να βγει! πρόσθεσε κυνικά, εκδικητικά, και χαιρέκακα ο φορατζής!
Γέλασαν με το τελευταίο αυτοσχέδιο στιχάκι.
Ο Πάτροκλος Φανός, με υψωμένο το ποτήρι ανά χείρας και προχωρώντας προς τη τζαμαρία τους κάλεσε:
–Για ελάτε εδώ, λεβεντόπαιδα… Κοιτάξτε αντίκρυ… Και πείτε μου τι βλέπετε;
–Μα ψαρόβαρκες, την Εύβοια με τα παραθαλάσσια χωριά της: Αμάρυνθο, Μαλακώντα, Αλιβέρι, άντε και μακρύτερα: την ιστορικά ένδοξη Ερέτρια, τι άλλο;
–Τα μακρινά τα βλέπετε, για τα κοντινά στραβομάρα έχετε;
Οι άλλοι έψαξαν με το βλέμμα τους και σκάλωσαν στα κοντινά. Κάτω ακριβώς από το μπαλκόνι τους, ήταν το Σχολειό των Αγ. Αποστόλων. Μια γραφική μινιατούρα με μικρούλια κτίσματα σε ροζ χρώμα και επικλινείς στέγες με άλικα κεραμίδια, μια παραμυθένια καρτ-ποστάλ, λες κι ήταν μέσα από τα βιβλία του Άντερσεν. Τα σχολιαρόπαιδα ζουζούνιζαν χαρωπά.
Οι δάσκαλοι τα είχαν καλέσει για την πατροπαράδοτη γιορτή. Από αύριο δεν θα είχαν μαθήματα -χαράς Ευαγγέλια-.
–Τα βλέπετε αυτά;
–Τα βλέπουμε, είπαν.
–Χριστούγεννα δεν έχουμε; Ωραία! Ιδού τα Χριστούγεννα! Τα παιδιά!
Να,… τα παιδιά απέναντί μας! Δυο περπατησιές, κι εμείς καθόμαστε κι αναμασάμε τα ίδια; Άμε στο καλό!
–Παιδιά τα λες εσύ αυτά; Τα περισσότερα είναι Αλβανάκια! Έσκουξε «εθνοπρεπώς» ο δικαστής.
–Ε, και; Παιδιά δεν είναι; Όλα τα παιδιά είναι του Θεού ή των Θεών αν θέλετε!
Χριστούγεννα σημαίνει νέα ζωή, νέο φως! Μπρος φύγαμε… Πάμε να γίνουμε κι εμείς παιδιά! Εδώ μέσα έχουμε βαλτώσει στη μιζέρια, στο παράπονο και τη γκρίνια…
–Κάτι πονηρό έχεις στο νου σου Πάτροκλε… εσύ! Για μπες… στην ουσία!
–Τίποτε τέτοιο που λογίζεστε… Τα Χριστούγεννα είναι αγάπη, φως… Κι αυτά είναι απέναντι στο Σχολείο, μπροστά στη μούρη μας. Πάμε να γλεντήσουμε την αγάπη…τη ζωή, να ξαναζήσουμε τη νιότη μας… άντε κάντε γρήγορα….μη χάνουμε καιρό.
–Στάσου, μωρέ, πήρες φόρα. Και τι θα κάνουμε εκεί με τα νιάνιαρα;
–Ό, τι κάναμε με τα δικά μας νιάνιαρα: Τον Καραγκιόζη! Ή έστω τον Άγιο-Βασίλη.
Οι άλλοι τον κοίταξαν με στραβό μάτι, συνοφρυώθηκαν ελαφρώς και καθώς οι γέροι στις κατεργαριές και στις σκανταλιές δεν πιάνονται, κατάλαβαν το μήνυμα, συμφωνήσαντες ότι έπρεπε, εν τάχη, να δράσουν. Καλούτσικη φαινότανε η πρόταση. Έδινε άλλη νότα, προοπτική στη γεροντική καταχνιά τους. Ξάφνου αναπτερώθηκαν. Το δωμάτιο με το τζάκι άρχισε να φωτίζεται και τα πρόσωπα των τριών ηλικιωμένων να λάμπουν ανέλπιστα.
Με συνωμοτική χαρά ανασκουμπώθηκαν και μάνι -μάνι γεμίσανε σακούλες με όσα καλούδια είχε μαστορέψει ο Πελοπίδας. Ύστερα πετάχτηκαν έως την αγορά του μικρού λιμανιού των Αγίων Αποστόλων, ψώνισαν κι όσα άλλα αναγκαία θεωρούσαν για να προσφέρουν στα 20 -όχι παραπάνω -παιδάκια του Νηπιαγωγείου και με εκπληκτική σβελτάδα επέστρεψαν στο στόχο, που προς στιγμής τους είχε ξεσηκώσει, συνεπάρει, συναγείρει, ενθουσιάσει με νεανικό οίστρο.
–Όλα καλά κι άγια αυτά, ρε παιδιά, μα τι σόϊ Άη-Βασίληδες είμαστε χωρίς τη κόκκινη κελεμπία, χωρίς κατάλευκες γενειάδες, μπότες κι άλλα… Θα μας πάρουν στο γιούχα οι πιτσιρικάδες, έσκουξε ο αξιότιμος τέως έφορος.
–Τώρα, εσύ με τους τύπους σου! Δεν έχεις παρά να ζητήσεις και το Φορολογικό μας Μητρώο! Το Α-Φι-Μι μας! Εκεί θα σταθούμε μωρέ; Θα πούμε ότι είμαστε Αη-Βασίληδες νέας… τεχνολογίας! Είμαστε ό,τι δηλώσουμε!
–Απ΄ όσα ξέρω ένας Αη- Βασίλης υπάρχει!…Τρισυπόστατος, όπως η αφεντιά μας, δεν έχω μεταδεί, συμπλήρωσε ο δικαστής.
–Το παρακοσκινίζετε το πράμα, αγαπητοί μου. Αφήστε το, το πολύ αν χρειαστεί, θα πούμε ότι είμαστε οι…τρεις μάγοι με τα δώρα! Αυτό είναι το πιο ορθό κι αληθινό. Είπε ο φιλόσοφος της τριαδικής κομπανίας.
Μετά, οι τρεις γέροι, εφόρμησαν στο Σχολείο. Αυτοσυστήθηκαν, άπλωσαν στα θρανία όλα τα αγαθά τους, φαγώσιμα, αναψυκτικά και μικρά εορταστικά μπιχλιμπίδια, παιχνιδάκια και μετά μέσα σε έναν εκκωφαντικό πανζουρλισμό το έριξαν όλοι στο γλέντι. Έψαλαν κάλαντα, τραγουδούσαν, χόρευαν, πηδούσαν, πειραζόντουσαν, κάνανε μακριά γαϊδούρα και χίλια δυο άλλα κεφάτα. Ακόμη κι η κατά παράδοση αυστηρή δασκάλα χόρευε το «γύρω-γύρω όλοι», αν και στην αρχή ήταν εξαιρετικώς επιφυλακτική για την απροσδόκητη έφοδο των τριών περίεργων γερόντων. Αλλά οι γέροντες, που πάντα ξέρουν περισσότερα απ΄ τα παιδιά και τις δασκάλες, την έφεραν βόλτα, ώστε πια κανείς να μη θέλει να σταματήσει το γλέντι!Οι γέροι, όμως, είχαν κλατάρει από κούραση κι ευτυχία. Δεν άντεχαν άλλο τα κότσια τους, αν και η ψυχούλα τους φτερούγιζε από ευδαιμονία. Είπαν κάποια στιγμή ότι «έπρεπε να φύγουν, να πάνε στα… σπίτια τους»!
–Καλά σας Χριστούγεννα παιδιά! Και του Χρόνου! ευχήθηκαν και σύρθηκαν προς τη πόρτα, παρά τις διαμαρτυρίες των παιδιών , που είχαν πέσει απάνω τους και τους τράβαγαν από τα ρούχα για να αποτρέψουν την αναχώρησή τους. Κάποτε η πολιορκία λύθηκε κι απολύτως τσαλακωμένοι αναχώρησαν, αλλά όχι για τα «σπίτια» τους. Να μην ξεχνάμε, πως καθ’ όλη τη διάρκεια του παιδικού γλεντιού , αυτοί τα κοπάναγαν κρυφίως, αφού, είχαν μεριμνήσει μέσα στα πανοφόρια τους να βάλλουν κι ένα μπετονάκι-τσέπης με ουϊσκυ.
΄Ενα πονηρούλι μυξιάρικο μυρίστηκε τη δουλειά και ρώτησε κάποιον από τους τρεις: «Τι είναι αυτό που πίνετε, Κύριε …παππού»;
–Φάρμακο, γιατρικό απάντησε αυτός, ναζιάρικα και πανευτυχής που ξανάκουγε τη μαγική ιδιότητά του, του παππού.
Πάει πολύς καιρός που τα δικά του εγγόνια τον αποκαλούσαν έτσι. Αλλά δεν κάθησε να το σκεφτεί ούτε και κορδώθηκε όπως άλλοτε.
Αφέθηκε να κολυμπάει στη χαρά και την ευθυμία που «έστησαν» αυτοί οι θεοπάλαβοι γέροντες, εν πλήρη αρμονία με τα θεϊκά αυτά πλάσματα, τα αγγελάκια -Ελληνάκια κι Αλβανάκια- του Νηπιαγωγείου των Αγίων, δηλαδή των Αγίων Αποστόλων -Καλάμου Αττικής!
Στην ώρα της φυγής τους έπλεαν σε πελάγη τέλειας ευτυχίας. Σπάραζαν στο γέλιο, κι ας μη κρυβόμαστε, και στο κρυφό δάκρυ. Ναι, αν τους παρατηρούσε κανείς από κοντά θα έβλεπε πως έφευγαν δακρυσμένοι από χαρά, αυτοί οι γερόλυκοι, οι μπαρουτοκαπνισμένοι. Τα σύννεφα είχαν διαλυθεί κι η ψυχούλα τους, μα τόσο ανάλαφρη.
Βρίσκοντας δε ενδιαφέρουσα την πρόταση του δικαστή «να πάνε για ψάρεμα» με το πλεούμενό του και τελούντες εν ευθυμία αχαλίνωτη, μια και δυο, εν τω άμα και το θάμα σάλταραν στο λιμανάκι των Αγίων, χοροπηδώντας και άδοντας. Ήδη πλέον ήταν εκτός ελέγχου. Πετούσαν στα ουράνια.
Επιβιβάστηκαν στο βαρκάκι με την εξωλέμβιο και γρήγορα βγήκαν από τον μαγευτικό κολπίσκο του λιμανιού και απομακρύνθηκαν στα μέσα του Ευβοϊκού, εκεί που ο έμπειρος δικαστής ήξερε πως είχε καλό ψάρι.
Τα γέλια και τα φωναχτά τους ακούγονταν επί πολύ στην παραλία των Αγίων. Έμοιαζαν τόσο ξένοιαστοι κι ευτυχισμένοι αυτή την παραμονή των Χριστουγέννων! Ο καιρός ήταν ψόφος, ο ουρανός βαρύς,αλλά η θάλασσα γαλήνια.
ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΟΨΗ ΤΟΥ ΛΙΜΑΝΙΟΥ |
Δυο μέρες μετά, το Λιμεναρχείο Ωρωπού ανακοίνωνε: «Ευρέθη λέμβος ακυβέρνητος στην περιοχή Χαλκουτσίου. Εικάζεται ότι οι τρεις ερασιτέχνες αλιείς που επέβαιναν αυτής- κατά τις πληροφορίες μας από ψαράδες – μάλλον επνίγησαν, μέσα στο ξαφνικό μπουρίνι που ενέσκυψε χτες την εσπέραν, για ένα δεκάλεπτο, στην εν λόγω θαλάσσια περιοχή. Πτώματα δεν εντοπίστηκαν εισέτι, παρά τις καταβληθείσες προσπάθειες της Υπηρεσίας μας. Κανείς έως τούδε δεν εξεδήλωσε ενδιαφέρον για τους επιβαίνοντες της λέμβου, ούτε και εγένετο κάποια δήλωση εξαφάνισης ατόμων»!
Η βάρκσ βρεθηκε άδεια...Οι τρεις μάγοι είχαν γίνει άφαντοι |
Τα σχολιαρόπαιδα, που έμαθαν το μαντάτο, μιλούσαν για τρεις μάγους που τους είχαν επισκεφθεί και λέγανε πως θα ήθελαν να τους ξαναδούν. Με τίποτε δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι οι εξαφανισθέντες τρεις ψαράδες της λέμβου, εκεί στο Χαλκούτσι, είχαν κάποια σχέση με τους δικούς τους… «μάγους». Εξάλλου, οι γέροντες-μάγοι τους το είχαν υποσχεθεί: «ότι και του χρόνου θα ήταν εκεί στο Σχολειό τους»! Και όπως τους είχαν μάθει, «οι γέροι πάντα κρατάνε τις υποσχέσεις τους»
.
ΑΠ.ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗΣ
Γράφτηκε στις 25.12.03 -Οι φωτογραφίες από τους Αγίους είναι του συγγραφέα.
ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΣΥΝΑΔΕΛΦΕ ΒΡΑΧΙΟΛΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΣΤΟΛΙΔΙ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣΤΑΧΤΗ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ ΟΛΑ ΠΟΙΑ ΝΑ ΡΗΜΑΞΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΜΕ ΦΑΡΜΑΚΩΣΑΝ ΒΑΡΙΑ ΝΑΝΑΣΤΕΝΑΞΟΥΝ.ΑΜΗΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ...Ο ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΟΣ ΘΕΟΣ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ....