ΕΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ " ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΗΣ ΧΕΛΩΝΑΣ" ,
όπου περιγράφεται ...η σπουδαιότητα του νέου Μητροπολίτη ΑΡΓΟΥΣ..πρώην ηγουμένου της Μονής Σαγματα... Μπουμπούκι σκέτο, όπως θα αντιληφθείτε με το κείμενο πιο κάτω, που είναι ΑΠΟΛΥΤΑ πραγματικό!
Η Μονή είναι πολύφημος στο γυναικομάνι της περιοχής, αν και δεν γίνεται λόγος αν “συμβαίνουν” εδώ θαύματα, παρά το ότι διαθέτει και Τίμιο Ξύλο και οστά Αγίων,που είναι , ως γνωστόν, αυτά, σοβαροί κράχτες στα θρησκευτικά πανηγύρια!
όπου περιγράφεται ...η σπουδαιότητα του νέου Μητροπολίτη ΑΡΓΟΥΣ..πρώην ηγουμένου της Μονής Σαγματα... Μπουμπούκι σκέτο, όπως θα αντιληφθείτε με το κείμενο πιο κάτω, που είναι ΑΠΟΛΥΤΑ πραγματικό!
ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΤΣΙΦΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΡΓΟΥΣ ΚΙ ΕΧΕΙ ΓΛΥΚΕΙΑ...ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ...ΈΤΣΙ |
"....Ο Κορνήλιος
περιπλανόμενος κι αναζητώντας στέγη μοναστική,φτάνει κάποτε στη Μονή Σαγματά,
αφιερωμένη στον Όσιο Κλήμη, ένα καλό ,ταπεινό ανθρωπάκι, που είχε βαρεθεί τον
τότε κόσμο και τα χαζά του κι ήρθε σε
τούτο το βουνό του Κιθαιρώνα να ησυχάσει ασκητεύοντας. Το βουνό λεγόταν από
τους αρχαίους χρόνους ΄Υπατο κι εδώ υπήρχε ναός αφιερωμένος στον ΄Υπατο Δία. Με
την κατάρευση του Δωδεκαθεϊσμου ήρθε η μόδα του Χριστιανισμού και μερικοί
αναχωρητές και θιασώτες του μοναχισμού, αγκυροβόλισαν εδώ μετατρέποντας τον
Αρχαίο ναό, σε χριστιανικό κι έτσι όλα πήγαιναν μια χαρά και δυό τρομάρες.Πέρασαν
πολλοί και σεβάσμιοι καλόγεροι από δω κι ένας από δαύτους, για να ζεί έφτιαχνε
σαμάρια, γι αυτό-κατά πάσα πιθανότητα- σήμερα το ΄Υπατον ΄Ορος λέγεται Σαγματά,
δηλαδή,ας πούμε το βουνό με τα σαμάρια του καλόγερου,ή ίσως από το σχήμα του,
που κατά μία οπτική,καθώς το βλέπεις από κάτω από τη δημοσιά, θυμίζει και
σαμάρι.
Η ΜΟΝΗ ΣΑΓΜΑΤΑ...ΣΚΕΤΟ ΦΡΟΥΡΙΟ... |
Η Μονή είναι πολύφημος στο γυναικομάνι της περιοχής, αν και δεν γίνεται λόγος αν “συμβαίνουν” εδώ θαύματα, παρά το ότι διαθέτει και Τίμιο Ξύλο και οστά Αγίων,που είναι , ως γνωστόν, αυτά, σοβαροί κράχτες στα θρησκευτικά πανηγύρια!
Η Μονή ,όπως όλες άλλωστε,-ένα απόρθητο
φρούρειο κι αυτή- σφηνωμένη στην κορφή του Υπάτου όρους, ιδρύθηκε επίσημα στα 1200 μ.Χ...
΄Ολη αυτή η
προϊστορία,όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα,που είχε μελετήσει σε βιβλία, ερρέθιζαν
το ενδιαφέρον του Κορνηλίου.Ειδικά το κακοτράχαλο του Βουνού-χίλια τόσα μέτρα
ύψωμα-, οι κυματισμοί του, αυτές οι λαγκαδιές, εκεί στ΄αψηλώματα, δυο σπιθαμές
σιμά στον ουρανό, που αγκάλιαζε το μοναστήρι, έμοιαζε νάναι στα μέτρα του και
στις ανησυχίες της ανακατωμένης ψυχής του.
Το παιδικό σαράκι, αντί
να μειώνεται ολοένα και θέριευε..
Κάποια ανεξέλεγκτη
δύναμη, τον ωθούσε στον καλόγερισμό.
Από τη μιά, η λογική του
τσινούσε.Τα γεγονότα που ήδη είχε βιώσει, τούλεγαν: “μη, δεν είναι αυτά για σένα.
Δεν είδες, πως όλες οι πόρτες των εκπροσώπων του Θεού είναι κατασφάλιστες; Σε
διώχνουν, δεν το βλέπεις; Εσύ δεν γεννήθηκες υποτακτικός, ούτε για ταπεινώσεις.
Εσύ πετάς. Οι καλόγεροι σέρνονται κατάχαμα. Οι καλόγεροι θα σε φάνε λάχανο, ή
θα τους φας εσύ! Θυμήσου τι πρόβλεψε για σένα ένας καλόγερος στο Αγιο ΄Ορος: “η
Πατριάρχης θα γενείς, ή σατανάς, μέση λύση δέν έχεις”.
-- Το πατριάρχης, ξέχασέ
το, είναι πλέον αργά για σένα..Μάλλον, κύριε Κορνήλιε, μέσα σου κυκλοφορεί
δαιμόνιο!... Κατάλαβε το, επί τέλους και κόψε τις αναζητήσεις και κυρίως τις
ορειβασίες σε μοναστήρια, είσαι πια μιας κάποιας ηλικίας, μη το ξεχνάς, και θα μας
ξεπαστρευτείς πριν της ώρας σου! Μουρμούριζε μέσα του.
Από την άλλη, όμως τα
βήματά του, ολοένα, τον ωθούσαν προς τα μοναστήρια και τα ησυχαστήρια, και να
μη βασκαθούμε είναι γιομάτος, απ΄αυτά, ο τόπος μας. Δεν μπορούσε να ελέγξει τον
εαυτό του.Κάτι τον τραβούσε κι άβουλα συνέχιζε το πλάνητα βίο,ψαχουλευόμενος
δεόντως κι ανεκδότως.
΄Ετσι ένα απομεσήμερο
έφτασε και στη Ιερά Μονή Σαγματά.΄Οχι, βέβαια, για λύτρωση ψυχής, γιατί δεν
ένοιωθε καθόλου, πως η ψυχή του είχε προβλήματα και μάλιστα σε βαθμό λύτρωσης.
Μια χαρά ,εντάξει, άνθρωπος ήταν.΄Ετσι νόμιζε, μα κι έτσι,ορισμένως, ήταν.
Τακτικός και τυπικός με όλους τους επουράνιους και κοσμικούς κανόνες.Γι αυτό και το προσωνύμι : “Ο τελευταίος των κοσμοκαλόγερων”, που του
κόλλησαν όσοι τον ήξεραν.
Το αν έκανε
καμιά κουτσουκέλα,τούτος δεν ήταν λόγος αναζήτησης λύτρωσης, στις ερημιές και
τις λυκοφωλιές. Με ένα “συγνώμη κι ένα
ήμμαρτον Κύριε”, το πράγμα διευθετούνταν, κατά τις Άγιες Γραφές! Κι ουδέν περαιτέρω.
Πάει,λοιπόν, ο
ταλαίπωρος Κορνήλιος στη Μονή Σαγματά, μα δεν μπορεί να μπεί μέσα! Σφαλιστή κι
εδώ η μπουκαπόρτα. ΄Εβρεχε του κερατά; Θύελλα. Μπουρίνι. Κατεβασιά άγρια της
φύσης, που δεν έβλεπε τη μουρή του.
Το φρούριο
κλειδαμπαρωμένο.Η ταμπέλα στη μεσαιωνική
είσοδο είναι σαφής: “Είμαστε κλειστά από τις 1-4 ώρα μ.μ.” ! Όπως τα
μαγαζιά, τα φαρμακεία κι άλλα εμπορικά! Ξύνει το κεφάλι του, ο Κορνήλιος, μα
κρίνει πως πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι, που υπάρχει.
Βγαίνει ένα
αλλαφροϊσκιωτο γενιοφόρο υποκείμενο.Τον κοιτάει από μια χαραμάδα, ίσα που
φαίνονταν τα μάτια του.Ο Κορνήλιος, κάπου αυτό το μάτι τό’ξερε.Αστραπιαία του
πέρασε η σκέψη, πως έβλεπε τις χελώνες του.
-- Τι κουδουνίζετε κύριε;Σας
ακούσαμε,ρώτησε το μάτι πίσω από τη χαραμάδα.
--Και πως ξέρω εγώ ότι
μ΄ακούσατε; Μύρισα τα δάχτυλά μου;
--Προσκηνητές δεχόμαστε
μετά τις τέσσαρες το απόγευμα!Το γράφει κι η ταμπέλλα.Γιατί μας ενοχλείτε;
--Και ποιός σας είπε ότι
εγώ είμαι προσκηνητής; Είμαι η εφορία! Κι εξ΄άλλου δεν βλέπεις πως γίνεται τό σώσε...Ρίχνει καντάρια, μπορώ να μπώ μέσα, πριν πνιγώ;
--΄Οχι κύριε!Περιμένετε
μέχρι τις τέσσαρες ώρα, που ανοίγουμε!!
--Βρέ παιδιά,θα
πνιγώ!Μοναστήρι είστε, όχι μαγαζί!
--Δεν μπορούμε,
αυτό είναι το πρόγραμμα ...
Ο Κορνήλιος πήγαινε να
παλαβώσει με τους Ορθόδοξους αυτούς
χριστιανούς- υμνωδούς του Υψιστού. Μα επιτέλους τι γινότανε; Περιπατητής, άστεγος, ξεπέζεψε σε
μοναστήρι. ΄Εξω ο καιρός βάραγε τα νταούλια του. Πού να βάλει την κεφαλή του;
Τον διώχνουν κι από δώ, αυτόν τον στρατοκόπο; Θα τον αφήσουν έξω στα καπρίτσια
της θύελλας; Σε οίκον θεού πήγε, όχι σε μπορντέλο!
Ζητήσετε και δωθήσετε
υμίν!
Τόπε! Ο σταυρωθής!
Χτυπάτε τις πόρτες και θα σας ανοιχτούν. Χτύπησε. Και τού’ρθε κατάφατσα
σφαλιστή η αμπάρα!
--έλα Χριστέ και Κύριε,
με τέτοια κοθόνια καλογέρους,έχεις στήσει το βασίλειό σου επί γής;..ξεστόμισε.
΄Εφαγε τη μπαμπεσιά, την
προστυχιά. Εκανε πως δεν καταλάβαινε, παρά τό ότι-να μα το σταυρό- γούσταρε
διακαώς να βάλει μπουρλώτο στο σαμαρίσιο
αυτό μοναστήρι! Ν΄αρπάξει φραγγέλιο! Συγκρατήθηκε, ευτυχώς.
Λισσομανούσε ο καιρός.
Στο μοναστήρι του Σαγματά με καμιά δύναμη δεν μπορούσε να μείνει, έστω και στο
παραπόρτι για να προφυλαχτεί από τη θεομηνία.
Δεν τον δεχόντουσαν! Οι
καλόγεροι!΄Η οι “κωλόγεροι”, όπως αυτός, μέσα στο θυμό του,έλεγε.
Κλείστηκε στο αυτοκίνητό του, χωρίς νάναι βέβαιος,πως
θα συμπεριφέρονταν η νευριασμένη φύση. “Ο,τι γίνει, ας γίνει” είπε κι
αποφάσισε να πάρει ένα υπνάκο, μέχρις
ότου η Μονή Σαγματα, στις 4 μ.μ.- ευαρεστηθεί να του ανοίξει την πύλη!
Στο αναμεταξύ , εκεί
,φτάνει ένα μοντέρνο τζίπ, κι απ αυτό αποβιβάζεται ρασοφόρος. Ο Κορνήλιος,
πετάγεται σαν ελατήριο και ρωτάει:
--Εκλαμπρότατε
άγιε,Γέροντα μου ,θέλω να συνομιλήσω με
τον ηγούμενο...
είπε,κουκουλωμένος μ΄ένα ρούχο για να προστατευτεί από τη θύελλα, που συνέχιζε
μενόμενη.
--Ο Ηγούμενος
απουσιάζει! είπε ο ρασοφόρος που έφτασε με το πολυτελές τζίπ...
--Μα θέλω να μπώ στο
Μοναστήρι, κι εδώ όπως, βλέπετε γίνεται
το σώσε. Θα μ΄αφήσετε έξω στην αντάρα;
Δεν θα με περιθάλψετε,
έστω σ΄ένα στέγαστρο για να μην μουσκέψω, θα πάθω πνευμονία;
Ο Καρδινάλιος(φορούσε
περίπου σκουφί καρδιναλίου), με... θεϊκή αγαθότητα, αποφάνθηκε πως έτσι έπρεπε
να γίνει.
--Οι προσκηνητές δεν
μπορεί νάρχονται εδώ ότι ώρα τους καπνίσει, παρατήρησε με κύρος, μη
αμφισβητούμενο!
--Μα εγώ δεν είμαι
προσκηνητής... γιατί δεν ξέρω τι να προσκηνύσω...ούτε βέβαια
τουρίστας.Εξώκοιλα, παράπεσα εδώ,θα μ΄αφήσετε όξω; Είμαι ήδη μούσκεμα, δεν
βλέπετε; Θα πουντιάσω!Λίγο κεραμίδι αποζητώ, να κουρνιάσω κάπου μέχρις ότου περάσει η διαολεμένη μπόρα.
Ο καρδινάλιος, με το
τζίπ ΒΙΤΑΡΑ,κούνησε αδιάφορος την χείρα του
και εισώρμησε μέσα στο Μοναστήρι, αφήνοντας πελαγωμένο τον Κορνήλιο, έξω
στη κακοκαιριά!
Απροσδόκειτο.Απρόσμενο!
Ποιός να το φανταστεί;
Ο Κορνήλιος πάγωσε. Η
μασέλλα του μαγκώθηκε. Δεν μπόρεσε να αρθρώσει τίποτε.
Ξανακλείστηκε στο κάρο
του. Έξω, χαλασμός Κυρίου, ο καιρός! Έμεινε εκεί μέχρις ότου ήρθε η τετάρτη απογευματινή και φυσικά, του
άνοιξαν την θύρα... κατά τον τύπο που έγραφε η έξωθεν πινακίδα!
43
Ωστόσο, αυτοστιγμής,
αντελήφθηκε πως .. ο “καρδηνάλιος” της Μονής
Σαγματά, ήταν ο ίδιος, ο αφέντης.Το υπεροπτικό τουπέ του, τον πονήρεψε.
΄Αλλος ένας ηγούμενος, τούλεγε ψεφτιές Αρνήθηκε πως ήταν ηγούμενος, ενώ ήταν!
Γιατί; Τόχουν σύστημα να ψευδολογούν οι καλόγεροι;.
Πράγματι μπαίνει μέσα
και τον υποδέχεται το ίδιο υποκείμενο, γενιοφόρο,με το βλέμμα της χελώνας. ΄Ηδη
θυμωμένος κι ασυγκράτητος, ο Κορνήλιος χυμάει ρωτώντας τον τσίφτη της μονής.
--Εσύ λεβέντη τι ρόλο
παίζεις εδώ;
--Βοηθός είμαι,
απάντησε!
--Τι πα να πεί βοηθός;
Δηλαδή θελήματα κάνεις; Τον ηγούμενο θέλω, λέει αυστηρότατα ο Κορνήλιος.
--Δεν είναι εδώ! είπε ο
τριχοφόρος.
--Γιατί είσαι ψευταράς
κι εσύ; μούγκρισε φανερά νευριασμένος ο Κορνήλιος. Και συνέχισε:
--Μα τώρα δεν πέρασε
μέσα, ο Γούμενος; Τι ρόλο παίζετε; Με δουλεύετε; !Τώρα, πριν λίγο δεν ήρθε με
το τζίπ έξω;
--Πως μιλάτε κύριε έτσι,
μέσα σ΄ένα μοναστήρι;
--΄Οταν με κοροϊδεύουν
τα κάνω λίμπα! Ψευταράδες της συμφοράς.
--Κύριε παραφέρεστε!
Ο Κορνήλιος μαλάκωσε
ελαφρώς κι έρριξε ένα βλέμμα τριγύρω.Ο βοηθός, δεν έδειχνε διατεθειμένος να τον
αφήσει να πάει ένα βήμα πιο μέσα από το κατώφλι της εισόδου!
--Λοιπόν θα καθόμαστε
εδώ και θα κοιταζόμαστε;
--Ναι, άλλα τι θέλετε;
--Επιμένεις να το
μάθεις; Ωραία, θέλω τον ηγούμενο για να του πω ότι θέλω να γίνω καλόγερος...
Ο άλλος πλάνταξε στα
γέλια.Χι...χι... χα...χα!
-- Εσείς
καλόγερος; Χριστέ και Κύριε;
--Δεν σας κάνω δηλαδή;
--Και βέβαια όχι.. μόλις
πατήσατε το πόδι, αρχίσατε να μας βρίζετε..
--Εγώ ή εσείς με τα
ψέματά σας; Τέλος πάντων ειδοποίησε τον ηγούμενο...
--Δεν γίνεται,
αναπαύεται ο Γέροντας! εκμυστηρεύτηκε το υποτακτικό πλάσμα.
--Μπα, δεν πειράζει! Θα
τον δω αύριο. Στο μεταξύ δείξε μου το δωμάτιο που θα με φιλοξενήσετε για απόψε
και αύριο τα ξαναλέμε. Δεν πιστεύω να μ΄αφήσετε μ΄αυτή την κακοκαιρία έξω;΄Εχω
ξεπεζέψει εδώ.Δεν έχω που να πάω .. Η αντάρα μένεται και δεν ξέρω τι θα μου
λάχει μετά από λίγο.
--Ο κύριος πάλι
αστειεύεται....
--Καθόλου, ποτέ δεν
ήμουν τόσο σοβαρός.Εξ΄’αλλου, το βιβλίο που έχω, αναφέρει πως φιλοξενείτε
προσκηνητές...
--Όχι.. δεν γίνεται,
είπε ο καραγκιόζης του Θεού.
Ο Κορνήλιος, πάλι
βρισκότανε σε αδιέξοδο. Ζούσε, πάλι, μια κουφή, ανεκδιήγητη κατάσταση.Προς
στιγμής τού’ρθε να πεισμώσει και να παραμείνει με το έτσι θέλω στο Μοναστήρι
του Υψίστου. Μα καθώς στο πείσμα, ήταν γάηδαρος ξεσαμάρωτος, το σκέφτηκηκε
ωριμότερα, κι έρριξε πέτρα στο γυαλό, διότι, ώ του θαύματος, είχε να κάνει με
κανονικά σαμάρια, καθότι η Μονή λεγόταν , του Σαγματά, τουτέστιν σαμάρι.
Στράφηκε προς το θεόστραβο υποκείμενο, που είχε μπρός του, και με συμβιβαστική
φωνή ρώτησε:
--Εν τάξει καλόπαιδο,
μην σκιάζεσαι, δεν θα σας λερώσω τα σεντόνια! Δείξε μου, όμως, αν έχεις κάτι
αξιοθέατο εδώ, για για να μην πάει
στράφι η μέρα μου. Ο νεαρός βοηθός, φανερά ανακουφισμένος, από την απόφαση
αυτού του απρόσμενου επισκέπτη, έσπευσε μάνι μάνι να το εξυπηρετήσει.
Τον έμπασε στον
Αρχονταρίκι, μια τεράστια αίθουσα παραλληλλεπίπεδη, μακρόστενη, μ΄ένα ατέλειωτο
τραπέζι στη μέση και με καθίσματα βελουδένια , βυσινί , από τις δυο μεριές και
πολλές φάτσες παπάδων,ιερωμένων γενικώς, σε κορνίζες στα ντουβάρια. Μια
Αγιογραφία του Κυρίου σχέτη γιγαντογραφία, δέσποζε της αίθουσας.Την έκοψε. Του
φάνηκε ότι ο Κύριος τού’κλεισε το μάτι. Μα επειδή δεν ήταν η ώρα να μιλήσει για
“θαύμα”, προτίμησε κι αυτός να του κλείσει το δικό του μάτι. Η σκηνή δεν
διέφυγε της προσοχής του βοηθού,ο οποίος δισταχτικά ρώτησε:
--Τι κάνετε Κύριε,
κλείνετε το μάτι στον Κύριο, ποιός νομίζετε
ότι είναι; Κάποιος από την παρέα σας;Λιγάκι σεβασμό!
Ο Κορνήλιος Ναθαναήλ,
χαμογελώντας μυστηριωδώς, του αποκρίθηκε απλά:
--Μα εγώ είμαι ο Κύριος,
τόσην ώρα δεν το κατάλαβες; Είδα τη φάτσα μου εκεί, μ΄άρεσε και της έκλεισα το
μάτι.
Ο βοηθός του Μοναστηριού
πισωπάτησε λιγάκι τρομαγμένος, σίγουρα αναστατωμέρνος...
--Ω, τέκνον μου, σιγά θα
πέσεις.Δεν τόχω λαλήσει, πως είμαι παντού; Δεν τόχω πει, πως ο άνθρωπος που
εξωκοίλει, ο στρατοκόπος, ο πένης, ο πεινασμένος που χτυπάει την πόρτα σας,
Ειμί, Εγώ;.. Ε, εσύ εδώ, μου λες άρες-μάρες κουκουνάρες! Με εκδιώκετε από την
Μονήν.Δεν μπορείτε να περιθάλψετε έναν πεζοπόρο και μάλιστα μέσα σε θεομηνία
που μένεται;
Με διώκετε; Καλώς
ποιείτε, κατά το θλιβερό σαρκίο σας! Αλλά
αυτά να
γίνονται κάτω από τη δική μου σκέπη,ταμπέλα και επ΄ονόματί μου! Αιδώς πιά! Γιατί, στο τέλος, θα πέσει η ρομφαία
μου! Φτάνει πιά!
Ο βοηθός, της Μονής
Σαγματά, πήγαινε για κλατάρισμα.Είχε τους οφθαλμούς του ορθάνοιχτους, τη γλώσσα
του δεμένη και το, εξ αρχής,επηρμένο κι ανένδοτο ύφος του, κατεβασμένο κάτω από
τα αφτιά του.
Ο Κορνήλιος, πλέον
κυρίαρχος του παιχνιδιού, του ζήτησε να του δείξει κι άλλα ενδιαφέροντα της
Μονής.
--Μάλιστα , Κύριε, να
σας πάω στο ναϊδριο που είναι στην είσοδο;
--΄Οχι κάτι άλλο, πιο
ενδιαφέρον θάθελα...
--Μα γιατί;
--Γιατί εκεί υπάρχει μια
βέβηλη κατάσταση!
--Τι είναι αυτό, δεν
ξέρω! έκανε δειλά ο παρατρεχάμενος της Μονής Σαγματά.
--Εκεί μέσα στο ναό μου,
στο ναό του Κυρίου σου,υπάρχουν και κάποιοι κύωνες...Τις ξέρεις; Ξέρεις πως
βρέθηκαν εκεί;
--΄Οχι. Τις βλέπω και τις προσκυνάω, κύριε!
--Αυτές οι κολώνες,είναι
απομεινάρια ειδωλολατρείας. Είναι από το ναό του Υπάτου Διός. Και τις έχετε
μέσα στο ναό μου!Καλά τις έχετε, μα μην... κοροϊδευόμαστε κιόλα! Πλιάτσικο
κάνατε στα ιερά κι όσια των αρχαίων και τα βάλατε σαν κουστούμι σε δικό μου ναό! Καταλαβαίνεις, τέκνον
μου;...
Ο Κορνήλιος, δούλευε τον
καλογερόσπορο, γαζί και στο ρελαντί.Το απολάμβανε και συνάμα τον συμπονούσε!
Μα δοθείσης ευκαιρίας,
το ώφειλε, να το κάνει,έτσι πίστευε.
Ωστόσο, βλέποντας τα
αδιεξοδα επικοινωνίας με τούτον το σαρδανάπαλον,του λέει:
--Αντε γειά σου, φεύγω
κι ευχαριστώ για τη χριστιανικότατη υποδοχή σας! Στο τζίπ του ηγουμένου σας θα
αφήσω το μπιλετάκι μου, για να θυμάται πως πέρασα κι από δώ!
Μάζωξε τα
πράγματα του, την τσάντα του δηλαδή, άνοιξε την ομπρέλα του και σύρθηκε προς
την έξοδο, κατευθυνθείς προς το Σιτροέν του.Το άνοιξε, πήρε ένα προσκοπικό
ατσάλινο στιλέτο και κατευθύνθηκε προς το τζίπ. Τρύπησε όλα τα λάστιχα του κάρου,του
Ηγουμένου. Στο πάρ-μπρίζ του άφησε ένα
πρόχειρο σημείωμα:
“
Σε επεσκέφθην, μα προσποιήθηκες πως ήσουν απών! Εζήτησα να διανυχτερεύσω και με
αποπέμψατε αγρίως! Σε ποιόν Θεό πιστεύετε; Φραγγέλιον δεν είχα μαζί, αλλά
μάχαιραν ναι, κι αποτελεσματικήν για τις ρόδες σου.Μα δεν θα διδαχθείς! Σε
γνωρίζω καλά, μα δεν με γνώρισες ποτέ!
Κρίμα”.
Εκδίκηση, η θεία τιμωρία
προς Θεομπαίχτες;
Έφυγε. Η σκοτεινιά τον
κύκλωνε. Ο φειδίσιος χωματόδρομος από τη Μονή μέχρι τη δημοσιά, λίαν
επικίνδυνος. Ο Κορνήλιος προχωρούσε συνετά, προσευχόμενος μην του τύχει κανένα
πατατράκ. ΄Εφτασε στο πιο κοντινό χωριουδάκι, κάτω στους πρόποδες του Σαγματίου
όρους. Είδε ένα μαγαζάκι, μπήκε μέσα και ζήτησε ένα πακέτο τσιγάρα.Μα του
δώσανε μια άλλη μάρκα, απο κείνη που κάπνιζε, γιατί τη δικιά του δεν την
είχανε.Συμβιβάστηκε χοροπηδώντας.
Ταμπάκο νάναι κι ό,τι νάναι!
΄Ηταν ήδη
κουρασμένος.΄Αναψε τσιγάρο, μέσα στο αυτοκίνητο κι άρχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο που αγόρασε από τη Μονή Σαγματά,
μια ανάλατη βιογραφία του Οσίου Κλήμη, μα ο Κορνήλιος διάβαζε και τα ανάλατα!
Κάπνιζε και διάβαζε,
διάβαζε... και του σηκώνονταν η τρίχα. Συνάμα,κατά πως τόχε συνήθειο σχολίαζε.
“Ο πιστεύων
φοβείται,ο δε φοβούμενος ταπεινούται,ο δε ταπεινούμενος,πραϋνεται,...” λέει ο ΄Αγιος Μάξιμος ο Ομολογητής.
--Κούνια που σε κούναγε
΄Αγιε..άμα πιστεύω το Θεό πως θα φοβάμαι; Τον
πατέρα μου και Θεό μου, πρέπει να τον φοβάμαι, τι είναι μπαμπούλας ή σκιάχτρο;
--Και βέβαια ο
φοβισμένος, ταπεινώνεται! Είναι για κλάματα. Κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά,
παρά μονάχα όσοι θέλουν για ίδιον λογαριασμόν και συμφέρον, να τον έκμεταλλεύονται.,
να τον κρατάνε υποτελή...φοβίζοντάς τον!
“...ο δε ταπεινούμενος, πραϋνεται, την των παρά φύσιν
του θυμού και της επιθυμίας κινημάτων ανενέργητον έξιν λαβών, ο δε πραϋς τηρεί
τας εντολάς,, ο δε τηρων τας εντολάς καθαίρεται..”
Τουτέστιν βράσε όρυζα.
΄Ωστε έτσι ΄Αγιε Μάξιμε; Δηλαδή ένας τσαντήλας αποκλείεται να τηρεί τις εντολές
του Θεού και νά’ναι καθαρός κι ενάρετος και φωτισμένος και να πάει στον
παράδεισο; Βεβαια, συμφωνώ πως η πραότης είναι ισχυροτέρα αρετή από το
τσάντισμα, αλλά δεν παύει και το τσάντισμα να έχει την αξία του.
Ο Κορνήλιος ξεφύλλιζε το βιβλιαράκι κι όλο μουρμούραγε με
τις ασυναρτησίες -έτσι θεωρούσε- που διάβαζε.
Για μια στιγμή,
αναρωτήθηκε, μήπως πήρε το στραβο τον δρόμο; Μήπως αυτό που αναζητούσε ήταν
λανθασμένο και δεν ταίριαζε, δεν ήταν γι αυτόν;
Απέδιωξε τις αμφιβολίες
χαμογελώντας.΄Ηξερε πως έκανε το σωστό. Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο
μονοπάτι. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που βγάζουν πορτοκάλια.
Με τη σκέψη αυτή,
τράβηξε μια γερή ρουφιξιά ταμπάκο, έβαλε ταχύτητα και κίνησε για το καινούργιο
μονοπάτι, που φώτισε το μυαλό του .'
Τελικά ο ηγούμενος αυτός ακριβώς που έγινε Μητροπολίτης Άργους... σήμερα, είναι κατά την απόλυτα αφήγηση ..άλγος! ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ δηλαδή!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου