Σχέσεις Ιερών Μονών και επιχωρίου Επισκόπου
του Αρχιμ. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ιεροκήρυκα Ι. Μητροπόλεως Πατρών
Δημοσιεύουμε εν συνεχεία το κείμενο της ομιλίας του Πανοσι. Αρχιμ. π. Κυρίλλου Κωστοπούλου, Ιεροκήρυκα της Ι. Μητροπόλεως Πατρών, την οποία εκφώνησε στο Πανελλήνιο Μοναστικό Συνέδριο στα Άγια Μετέωρα (12-14/9/2000).
Το κείμενο προέρχεται από ανάτυπο της ομιλίας του π. Κυρίλλου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Πάτρα.
...Κατά το Κανονικό και Εκκλησιαστικό Δίκαιο ο Επίσκοπος είναι η κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας και το κέντρο της λατρευτικής ζωής της. Μέσα σ’ αυτήν την τοπική Εκκλησία περιλαμβάνονται και οι Ιερές Μονές. Ο σεβαστός μου Καθηγητής κ. Μπούμης, επισημαίνει το γεγονός ότι “η καθόλου μοναχική Πολιτεία εντάσσεται στον εκκλησιαστικό οργανισμό και μάλιστα υπό την άμεση δικαιοδοσία των κατά τόπους Επισκόπων” (Κανονικόν Δίκαιον, Αθήναι 1989, σέλ. 176). Εν τούτοις πολλάκις παραθεωρείται αυτή η θέση του Επισκόπου από τις μοναστικές αδελφότητες είτε από μη ορθό εκκλησιαστικό και εκκλησιολογικό φρόνημα είτε από σφαλερά αντίληψη των ιθυνόντων των Ιερών Μονών.
Παραλλήλως, όμως, υπάρχει ενίοτε και η παραθεώρηση της σημασίας του Μοναχισμού, ακόμη δε και η υποβάθμισή του από –ολίγους ευτυχώς– Επισκόπους, οι οποίοι δεν έχουν κατανοήσει ότι οι πνεύμονες μέσω των οποίων καθίσταται δυνατή η ζωή των Μητροπόλεων είναι τα Μοναστήρια της επαρχίας τους, τα οποία, βεβαίως, δεν είναι ούτε “υπέρ την Εκκλησίαν” αλλ’ ούτε και “παρά την Εκκλησίαν”.
Τοιουτοτρόπως, έχουμε παρέκκλιση της εκκλησιολογικής οδού εξ αμφοτέρων των πλευρών και εάν δεν επισημανθή και αντιμετωπισθή η ανωτέρω σοβούσα κρίση με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή, σύντομα οι συνέπειές της θα είναι τραγικές για το Μοναχισμό μας.
* * *
Το καθεστώς διοικήσεως των Ιερών Μονών και των αρμοδιοτήτων των επιχωρίων Επισκόπων επ’ αυτών ρυθμίζεται σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες και τις κείμενες διατάξεις του νόμου 590/1977 “περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος”, καθώς και του υπ’ αριθμόν 39/1972 Κανονισμού της Ιεράς Συνόδου “Περί των εν Ελλάδι Ορθοδόξων Ιερών Μονών και των Ησυχαστηρίων”, όπως ακριβώς γνωματεύει ο καθηγητής Σπ. Ν Τρωιάνος στην είσήγησή του προς την “Επιστημονική Επιτροπή της Νομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος”.
Στο άρθρο 39 και στην παράγραφο 2 του καταστατικού Χάρτη σαφώς αναφέρεται ότι “...Αι Ιεραί Μοναί τελούν υπό την πνευματικήν εποπτείαν του επιχωρίου Αρχιερέως...”. Στην δε παράγραφο 6 του ιδίου Άρθρου αναφέρονται τα εξής: “Ο Μητροπολίτης ασκεί επί των Ιερών Μονών της επαρχίας αυτού την κατά τους Ιερούς Κανόνες πνευματικήν εποπτείαν δια την κανονικήν μνημόνευσιν του ονόματος αυτού εν ταις Ιεραίς Ακολουθίαις, την χειροθεσίαν του Ηγουμένου, την έγκρισιν των κανονικών παραπτωμάτων, την μέριμναν δια την κατά τους Ιερούς Κανόνας λειτουργίαν της Μονής και τον έλεγχον της νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως αυτής”. Επιπλέον η παράγραφος 4 του αυτού Άρθρου καθορίζει τις δικαιοδοσίες του Ηγουμένου και του Ηγουμενοσυμβουλίου ως εξής: “Τα της οργανώσεως και προαγωγής του πνευματικού βίου και τα της διοικήσεως της Μονής καθορίζονται υπό του Ηγουμενοσυμβουλίου συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, τας μοναχικάς παραδόσεις και τους νόμους του κράτους, δι’ εσωτερικού Κανονισμού δημοσιευομένου δια του Δελτίου -Εκκλησία-...”.
Το περιεχόμενο του νόμου 590/1977 ταυτίζεται σχεδόν με το Άρθρο 6, παράγραφος 1 του Κανονισμού 39/1972, που εκδόθηκε βάσει του νομοθετικού διατάγματος 126/1969.
Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει αβίαστα η διτή εποπτεία του Μητροπολίτου επι των Ιερών Μονών: 1)Πνευματική , με βάση τα όσα προβλέπουν οι Ιεροί Κανάνες και 2)Διοικητική, η οποία συνίσταται στην ομαλή και Κανονική πορεία της μοναστικής αδελφότητος, καθώς και στον έλεγχο της “νομιμότητος της οικονομικής διαχειρίσεως”.
* * *
Από τον Δ’ αιώνα, λόγω του πλήθους των αναχωρητών καθίσταται αναγκαία η πληρέστερη οργάνωσή τους. Έτσι με τον όσιο Παχώμιο έχουμε την έμφάνιση του Κοινοβιακού συστήματος. Ο όσιος Παχώμιος προέβη στην οργάνωση της Κοινοβιακής μοναχικής ζωής με τους “Μοναχικούς κανόνες”. Σ’ αυτούς λίγο αργότερα προστέθηκαν και οι “Όροι” του Μεγάλου Βασιλείου.
Η ολοκλήρωση του Νομικού καθεστώτος λειτουργίας των ιερών Κοινοβίων και η ένταξη τους στην άμεση δικαιοδοσία και εποπτεία του επιχωρίου Επισκόπου έγινε με πολλούς Συνοδικούς Κανόνες, αρχής γενομένης από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνος με τους 4ο, 8ο, 23ο, 24ο Κανόνες της Συνόδου αυτής. Στην συνέχεια με τους 41ο και 49ο της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, τους 13ο και 17ο της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου και τους 2ο, 4ο και 6ο της Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Θα αναφέρω μόνο τους τρεις από τους ανωτέρω ένδεκα Κανόνες. Δύο της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου και έναν της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι είναι χαρακτηριστικοί, διότι καταδεικνύουν σαφέστατα την επισκοπική πνευματική εποπτεία, περί της οποίας ομιλήσαμε πιο πάνω.
Ο 8ος Κανόνας της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου αναφέρει τα εξής: “οι κληρικοί των πτωχείων και Μοναστηρίων και Μαρτυρίων, υπό την εξουσίαν των εν εκάστη πόλει Επισκόπων, κατά την των αγίων Πατέρων παράδοσιν, διαμενέτωσαν, και μη κατά αυθάδειαν αφηνιάτωσαν του ιδίου Επισκόπου. Οι δε τολμώντες ανατρέπειν την τοιαύτην διατύπωσιν, καθ’ οίον δήποτε τρόπον, και μη υποταττόμενοι τω ιδίω Επισκόπω, ει μεν είεν Κληρικοί, τοις των Κανόνων υποκείσθωσαν επιτιμίοις, ει δε μονάζοντες ή λαϊκοί, έστωσαν ακοινώνητοι”.
Ο 24ος Κανόνας της ιδίας Συνόδου μας διασαφηνίζει ότι “τά άπαξ καθιερωθέντα Μοναστήρια κατά γνώμην Επισκόπου (εδώ εννοεί με την άδεια του επιχωρίου Επισκόπου - κατά την ερμηνεία του Οσίου Νικοδήμου) μένειν εις το διηνεκές Μοναστήρια...”.
Τέλος, ο 41ος Κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής: “...μηκέτι τούτοις (τοίς μοναχοίς δηλαδή) εξείναι, εκτός ει μη δια κοινήν λυσιτέλειαν και ωφέλειαν, ή ετέραν ανάγκην προς θάνατον αυτούς βιαζομένην, προς τούτο έλκοιντο και ούτω, μετ’ ευλογίας του κατά τον τόπον Επισκόπου...”.
Σαφώς εμφαίνεται στους προαναφερθέντες Κανόνες και τις Εκκλησιαστικές Διατάξεις ο κοινός παρονομαστής που είναι η ρητή υπαγωγή της ιδρύσεως, οργανώσεως και λειτουργίας των Μονών στην διοικητική και πνευματική εποπτεία του επιχωρίου Επισκόπου.
* * *
Κατά την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία ο Επίσκοπος είναι η κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, την οποία του ενεπιστεύθη ο Θεός ως “κεφαλή Χριστού πληρώματος” κατά τον Μέγα Βασίλειο (Επιστο. 42). Ο Άγιος Κυπριανός μας λέγει καθαρά: “Ο Επίσκοπος είναι εν τη Εκκλησία καθώς και η Εκκλησία είναι εν τω Επισκόπω και εάν τις δεν είναι μετά του Επισκόπου, δεν είναι και εν τη Εκκλησία” )Επιστ. 33).
Ο δε Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος αποκλείει κάθε ενέργεια εντός της Εκκλησίας χωρίς την γνώμη του Επισκόπου: “μηδέν άνευ του Επισκόπου... πράσσετε” (Επιστολή προς Μαγνησιείς Ζ’, 2).
Ο Επίσκοπος, κατά την πατερική διδασκαλία, είναι ο “προεστώς”, ο “στύλος”, το “στήριγμα” και ο “πρόμαχος” της τοπικής Εκκλησίας. Όλοι οι κληρικοί και οι μοναχοί υποκείμεθα στον “παρά του Θεού τεταγμένον Επίσκοπον της του Θεού Εκκλησίας”, κατά τον Μέγα Βασίλειο. Και τούτο διότι ο Επίσκοπος, ως κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, είναι το κέντρο, ο σύνδεσμος και ο φορέας της εκκλησιαστικής ενότητος και εξουσίας και ζωής της Επισκοπής και Επαρχίας του.
Ο Μοναχισμός δεν υπάρχει –όπως προαναφέραμε– “παρά την Εκκλησίαν”, αλλά εντός της Εκκλησίας. Είναι “σάρξ εκ της σαρκός” της. Είναι, θα λέγαμε, ένας μικρότερος ομόκεντρος κύκλος μέσα στον μεγαλύτερο, που είναι η τοπική Εκκλησία. Επόμενο είναι ο Ηγούμενος ή η Ηγουμένη και η μοναστική αδελφότητα να υπόκεινται στον επιχώριο Επίσκοπο. Και αυτό το λέγω και το τονίζω, διότι έχει ακουσθεί και τούτο το παραδοξολόγημα· ότι επισκεπτόμενος ο Επίσκοπος το Μοναστήρι της επαρχίας του εγκαταλείπει την ποιμαντική του ράβδο στην πύλη, επειδή ποιμήν του Κοινοβίου είναι ο Ηγούμενος. Ως να είναι η Μονή ένα μέρος ξεχωριστό από το όλον που λέγεται τοπική Εκκλησία. Αυτές οι σκέψεις είναι όχι μόνον αντιεκκλησιολογικές και αντικανονικές, αλλά –θά τολμούσα να πώ– και κοσμικές.
Αυτές οι γνώμες και πράξεις συνιστούν την βαθειά εκκοσμίκευση του Μοναχικού βίου. Οι μοναχοί παύουν να πιστεύουν ότι ο Επίσκοπος είναι η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας και φορέας της ενότητος του Σώματός της και θεωρούν την σχέση τους μετά του Επισκόπου κοσμική - επαγγελματική. Έτσι, η σχέση αυτή από χαρισματική - αποκαλυπτική και εκκλησιαστική, μεταβάλλεται σε σχέση θεσμικών συμβάσεων.
Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος, όμως, βροντοφωνεί: “ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το πνεύμα το εκ του Θεού” (Α’ Κορ. β’ 12).
Ο Μοναχισμός, ωστόσο, είναι και πρέπει να είναι η δυναμική και έμπρακτη μαρτυρία και υπόμνηση της διαστολής της Εκκλησίας από τον κόσμο.
Η μοναστική πολιτεία, ως η πληρέστερη μορφή φανερώσεως της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο, φροντίζει για την ασυμβίβαστη τήρηση των μοναχικών αρετών ως βίωση της δογματικής αλήθειας περί “θείας κενώσεως”. Βίωση που εκφράζεται με την απόταξη του ιδίου θελήματος, την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή, τα οποία αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. “Εταπείνωσεν (ο Κύριος ημών) εαυτόν γενόμεος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού” (Φιλ. β’, 8), ώστε το όλο απολυτρωτικό Του έργο να χαρακτηρίζεται ως έργο υπακοής.
Εάν ο Ηγούμενος ή η Ηγουμένη δεν κινούνται μέσα στα προαναφερθέντα μοναχικά πλαίσια της ταπεινώσεως και υπακοής προς τον “εις τύπον και τόπον Χριστού” Επίσκοπόν τους, τότε πώς θα γίνουν ζωντανά παραδείγματα στα “εν τω μοναστηρίω” πνευματικά τους τέκνα; Ο Μέγας Βασίλειος το τονίζει αυτό: “Οίον εάν ή το επιστατούν και άρχον, τοιούτον, ως τα πολλά, γίνεσθαι φιλεί και το αρχόμενον” (Όροι κατά Πλάτος, ΜΓ’).
Είναι γεγονός - και δεν θέλω να το παραβλέψω - ότι υπάρχουν, σπάνιες ευτυχώς περιπτώσεις Επισκόπων, οι οποίοι δεν αγαπούν όσο θα έπρεπε τα Μοναστήρια τους και τότε ο Ηγούμενος και η Ηγουμένη ανεβαίνουν τον Σταυρό της δοκιμασίας. Είναι αλήθεια αυτό. Όμως, εάν ο Επίσκοπος δεν παρακινή αυτούς σε αίρεση ή ανηθικότητα υπό την στενή έννοια της λέξεως, είναι υποχρεωμένοι να υπομένουν. Και “ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται” (Ματθ. ι’, 22).
Είναι ανάγκη να κατανοήσουμε βαθειά, όσοι προϊστάμεθα μοναστικών αδελφοτήτων, ότι αυτό που προκύπτει από την όλη Εκκλησιαστική και Κανονική Παράδοση και την όλη Πατερική διδασκαλία είναι ότι ο επιχώριος Επίσκοπος ασκεί την διοικητική και πνευματική εποπτεία επί των Ιερών Μονών, ως κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας. Η σχέση αυτή πόρρω απέχει από ένα νομικίστικο καθεστώς. Ο σεβαστός μου και λίαν αγαπητός Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, π. Γεώργιος Καψάνης, γράφει επ’ αυτού χαρακτηριστικά: “Οι ιεροί Κανόνες εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι επιβάλλουν ένα νομικό καθεστώς στην Εκκλησία. Εν τούτοις, επειδή πρόκειται για εντολές που εκφράζουν την αλήθεια της Εκκλησίας όσον αφορά τις σχέσεις των μελών της μεταξύ των, βοηθούν τα μέλη της Εκκλησίας να ζουν με ενότητα, ευταξία, αγάπη και αρμονία... Όποιος ενεργεί παρά τους Κανόνας, ενεργεί εγωϊστικά, ατομικιστικά” (Ορθόδοξος Μοναχισμός και Άγιον Όρος, Άγιον Όρος 1997, σελ. 104).
Πιστεύω ότι είναι χρήσιμο και ανακεφαλαιωτικό των όσων μέχρι του σημείου τούτου ελέχθησαν, να θυμηθούμε τί αναφέρει επί του θέματος τούτου η Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου, η οποία εστάλη στις 16-12-1998 προς όλους τους Καθηγουμένους και Καθηγουμένες της Εκκλησίας της Ελλάδος: “Όπως το κλήμα –λέγει– ου δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού”.
* * *
Θα ήθελα, όμως, με όλον τον σεβασμό που τρέφω παιδιόθεν για τους Ποιμένες - Επισκόπους μας, να εκφράσω την πικρία μου για έναν μικρό αριθμό εξ αυτών, οι οποίοι, δυστυχώς, δεν θέλουν να κατανοήσουν τί σημαίνει για μια μοναστική αδελφότητα να γίνεται δέκτης της αδιαφορίας ή ενδεχομένως και αυτής ακόμη της εχθρότητος του οικείου Μητροπολίτου. Ο επιχώριος Επίσκοπος πρέπει να συνειδητοποιήση ότι χωρίς τα Μοναστήρια η επαρχία του στερείται τους πνευματικούς πνεύμονες, μέσω των οποίων θα καθίσταται δυνατή η εισπνοή της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος και η εκπνοή της βιωμένης χαριτωμένης Ορθοδόξου διδασκαλίας στο ποίμνιό του.
Ο Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης γράφει χαρακτηριστικά: “Τα Μοναστήρια δεν αποτελούν απλώς χρήσιμα εξαρτήματα της Εκκλησίας, αλλά τόπους εμπειρικής επαληθεύσεως της διδασκαλίας της. Χωρίς αυτά η παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας παραμένει μετέωρη στην Ιστορία”. Και καταλήγει ο σεβαστός Καθηγητής: “Η απουσία των Μοναστηριών δυσχεραίνει αφάνταστα την πνευματική ζωή και αποστολή της Εκκλησίας” (Πρόσωπο και Θεσμοί, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 166).
Όλοι, πιστεύω, αποδεχόμεθα ότι ο σωστός Πατερικός Μοναχισμός με την λατρεία, την προσευχή, την φιλοξενία και το γενικό παράδειγμα πνευματικής ζωής απετέλεσε και αποτελεί το πρότυπο εκκλησιαστικής Ορθοδόξου βιοτής για κάθε άνθρωπο. Η καθαρή Ορθόδοξη Πατερική διδασκαλία, η οποία βιώνεται καθημερινώς στα ιερά Κοινόβιά μας, απετέλεσε και αποτελεί το ανάλωτο φρούριο των Ορθοδόξων δογμάτων και παραδόσεων.
Για τους προαναφερθέντας λόγους είναι ανάγκη η επίσημη διοικούσα και ποιμαίνουσα Εκκλησία μας να μεριμνήση, ώστε αφ’ ενός μεν να εκλείψουν τα κρούσματα αντιπατερικού και αντιπαραδοσιακού Μοναχισμού, αφ’ ετέρου δε να αναζωογονηθούν και να βοηθήσουν παντοιοτρόπως τα σωστά, από πάσης πλευράς, μοναστήρια μας, τα οποία αγωνίζονται για την αναβίωση του Ορθοδόξου Μοναχισμού μας. Του Μοναχισμού, ο οποίος θα παραμένη φύλακας της Αποστολικής και Πατερικής κληρονομιάς μας και παράδειγμα –όπως προαναφέραμε– εκκλησιαστικής Ορθοδόξου βιοτής.
Χωρίς όμως την αγάπη, την στοργή, το άμεσο ενδιαφέρον για τις πνευματικές και υλικές ανάγκες των μοναχών και μοναζουσών, την πάσης φύσεως φροντίδα, την υπεράσπιση από παντοίους εχθρούς και το πατρικό γενικότερα ενδιαφέρον του επιχωρίου Επισκόπου, δεν θα καταστή δυνατόν να έχουμε την επιβίωση ή ακόμη περισσότερο την αναβίωση και άνθηση των Μοναστηριών μας.
* * *
Όπως σαφώς καταφαίνεται από όλα όσα προαναφέρθηκαν, η σχέση επιχωρίου Επισκόπου και Ιερών Μονών δεν πρέπει να έχη τον κοσμικό χαρακτήρα πολιτικών και πολιτειακών προτύπων.
Οι μεν Επίσκοποι πρέπει να έχουν συνεχώς κατά νουν το του Αποστόλου των Εθνών Παύλου: “Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την εκκλησίαν του θεού, ήν περιεποιήσατο δια του αίματος του ιδίου” (Πράξ. κ’, 28).
Οι δε Καθηγούμενοι και Καθηγούμεναι μετά των μοναστικών αδελφοτήτων πρέπει να γνωρίζουν ότι κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, ο Επίσκοπος ως κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως διάδοχος του Χριστού και των Αγίων Αποστόλων με την νομική έννοια της μεταβιβάσεως δικαιωμάτων, ούτε απλώς ως σύμβολο της παρουσίας του Χριστού, αλλά ως “εις τύπον και τόπον Χριστού”, καθώς αυτός τελεσιουργεί το έργο της ίδιας της παρουσίας του Χριστού “εν τη Εκκλησία” και συγκροτεί την ενότητα του Ευχαριστιακού Σώματος. Ο Επίσκοπος είναι ο πατήρ, ο οποίος “γεννά” τα τέκνα, συντηρεί και προσάγει αυτά στον Αρχιποίμενα Χριστό.
Για τον λόγο αυτό κατά τους μοναχικούς Κανόνες και τους Κανόνες των Οικουμενικών και τοπικών Συνόδων πρέπει οι Καθηγούμενοι και οι μοναχοί να εφαρμόζουν την φιλόχριστο υπακοή προς τον οικείον Επίσκοπο, διότι αυτό είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα του αληθινού μοναχού.
Δεν αναφέρομαι στην πειθαρχία, επειδή, όπως όλοι γνωρίζουμε, η πειθαρχία είναι στοιχείο κοσμικό, το οποίο χρησιμοποιείται για τον συντονισμό μελών κάποιας κοσμικής οργανώσεως με αρχηγό και οπαδούς.
Η υπακοή είναι βίωση της “θείας κενώσεως”. Είναι προϊόν ελευθερίας και πίστεως ως αποστολής της θείας Αποκαλύψεως.
Δεν πρέπει, ωστόσο, να αφήσουμε εμείς οι μοναχοί το κοσμικό φρόνημα, το θηρίο του εγωϊσμού ή τους λαϊκούς “οπαδούς” μας να αλλοιώσουν το εκκλησιαστικό και μοναχικό φρόνημά μας και τοιουτοτρόπως να διασπασθή η πνευματική ενότητα μετά του οικείου Επισκόπου.
Πρέπει να παραμένουν ενωμένοι με την κεφαλή της τοπικής Εκκλησίας, τον Επίσκοπο, ώστε να καταστή δυνατή η απρόσκοπτη λειτουργία της κάθε μοναστικής αδελφότητος, για να εκπληρώση τον σκοπόν της που δεν είναι άλλος παρά η λύτρωση και η κατά χάριν θέωση των μελών της...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου