Θα έχουμε και σήμερα Μ.Πέμπτη ολίγον Κώστα Βάρναλη, που μας τον θύμισε ο "συντεχνίτης" του Χρήστος Χρηστοφάνης, συνεργάτης μας βεβαίως.
Αξίζει να ρίξτε μια ματιά για να απολαύσετε τους μεστούς στίχους του Βάρναλη, που αν και κομμουνιστής έτρεφε απέραντο σεβασμό προς τις ορθόδοξες παραδόσεις αυτού του λαού, συμπάσχοντας με τα πάθη του Χριστού και της Αγίας μάνας του, προσεγγίζοντας το θείο δράμα τους με βαθειά ανθρώπινη ευαισθησία.
_____________________________________________________
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
_____________________________
Ξεχωριστό κεφάλαιο της γνήσιας από μέρους του αποδοχής της λαϊκής κουλτούρας και της ποιητικής μαστοριάς του ταυτόχρονα, ο Βάρναλης υπήρξε η συχνή χρήση όχι της απόμακρης, ενίοτε ειρωνικής θεωρητικής γλώσσας μιας (με τα δικά της πλεονεκτήματα αλλά και ισχυρά μειονεκτήματα) «αστικής» αριστεράς, αλλά των θαυμαστών μοτίβων της λαϊκής θρησκευτικής παράδοσης, μέσα από ένα όχι ακίνητο αλλά ανατρεπτικό πρίσμα:
ΜΟΜΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ:
Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις. (από το περίφημο οι Πόνοι της Παναγιάς)
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω! (Μαγδαληνή)
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα! (Η Μάνα του Χριστού)
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις. (από το περίφημο οι Πόνοι της Παναγιάς)
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω! (Μαγδαληνή)
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα! (Η Μάνα του Χριστού)
Έτσι, ανθρωποποιώντας τον Θεό (ισχυρή παράδοση αυτού του τόπου) μεγαλύνει, θεοποιεί ταυτόχρονα και τον άνθρωπο, αναδεικνύοντας την φαλκίδευση του (σεβαστού) θρησκεύεσθαι από τους (ανάξιους σεβασμού συνήθως) πολιτικούς και θρησκευτικούς ταγούς:
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι». (Πρωτοχρονιάτικο)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι». (Πρωτοχρονιάτικο)
Η ίδια προσέγγιση σεβασμού της παράδοσης και δημιουργικής μεταστοιχείωσης της υπάρχει και στα αρχαιοελληνικά μοτίβα, όπως φαίνεται στην Απολογία του Σωκράτη, ενώ δεν λείπουν από την ευγενική πένα του και η χολή που ταιριάζει στην χυδαιότητα της δήθεν δημοκρατικής εξουσίας:
Κι ολιγη επικαιρότητα...
Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο. (Πως μας θέλει η «Αληθής Δημοκρατία»)
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο. (Πως μας θέλει η «Αληθής Δημοκρατία»)
Ο Βάρναλης, έχοντας απέναντι του έναν καιρό που σαν το υνί άργασε το σώμα των αγνότερων (τον ίδιο πάντοτε καιρό θαρρώ) θα γράψει ως
παρακαταθήκη στον γιο (σε κάθε επίγονο) του:
Στὸν κόσμο γιατί σ᾿ ἔφερα; Ἂν μοῦ μοιάσεις
κυνηγημένος θά ῾σαι ὁλοζωὶς
ἢ νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος ὄροφος)
θὰ σαλτάρεις στὸ δρόμο «διαλαθῶν»
ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι τ᾿ ἀποπάτου,
ἢ μ᾿ ἀλλουνοὺς «εἰς τὸν συνήθη τόπον»
θὰ σὲ καρφώσουν ἄγνωστον μ᾿ ἀγνώστους
μὲ χέρια ἑλληνικὰ ντουφέκια ξένα,
χωρὶς ὄνομα, πῶς καὶ ποῦ. Οἱ προδότες
θ᾿ ἀπαγορεύουν καὶ τὰ κόλλυβά σας.
Ἂν ὅμως δὲ μοῦ μοιάσεις, ἡ ντροπὴ
καταδικιά μου θά ῾ναι, ὄχι δικιά σου.
Καταδότης, τσολιὰς καὶ μπλοκαδόρος,
ὅσο βουλιάζεις στὰ σκατά, ἄλλο τόσο
θὰ βγαίνεις καθαρὸς καὶ τιμημένος.
κυνηγημένος θά ῾σαι ὁλοζωὶς
ἢ νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος ὄροφος)
θὰ σαλτάρεις στὸ δρόμο «διαλαθῶν»
ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι τ᾿ ἀποπάτου,
ἢ μ᾿ ἀλλουνοὺς «εἰς τὸν συνήθη τόπον»
θὰ σὲ καρφώσουν ἄγνωστον μ᾿ ἀγνώστους
μὲ χέρια ἑλληνικὰ ντουφέκια ξένα,
χωρὶς ὄνομα, πῶς καὶ ποῦ. Οἱ προδότες
θ᾿ ἀπαγορεύουν καὶ τὰ κόλλυβά σας.
Ἂν ὅμως δὲ μοῦ μοιάσεις, ἡ ντροπὴ
καταδικιά μου θά ῾ναι, ὄχι δικιά σου.
Καταδότης, τσολιὰς καὶ μπλοκαδόρος,
ὅσο βουλιάζεις στὰ σκατά, ἄλλο τόσο
θὰ βγαίνεις καθαρὸς καὶ τιμημένος.
Ἀνάσταση
Νὰ τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
- Ἔλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις.
Πατρίδα; Πουλημένη στὸ σφυρί!
Λεφτεριά; Μὲ χαλκᾶδες δὲν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τὰ ὀρφανά του!
Εἰσ᾿ ἄδειος ἤσκιος μέσα σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄδεια.
Δὲν εἶναι τόσο μάβρα τὰ σκοτάδια
τοῦ τάφου, ὅσο τὰ φέγγῃ τῆς ἡμέρας,
τὰ φέγγῃ τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς φοβέρας.
Πιὸ σίχαμ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάθε γῆς σκουλῆκι,
οἱ θεόμορφοι δυνάστες σου καὶ λύκοι.
Μὴ λὲς ἀφανισμὸ τὸ θάνατό σου,
ἀφοῦ δὲ ζοῦσες γιὰ τὸν ἐαφτό σου.
Ἂν ἔκανες τὸ χρέος σου στὸ λαό,
σὰν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιὸ
τὴν πᾶσαν ἀτιμία νὰ συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλοὺς θά ῾χει κ᾿ ἐσὲ μπροστάρη
Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ! |
Μπορεί οι μνήμες να τον στοίχειωναν τον Βάρναλη αρνητικά πια, («40 χρόνια τώρα βάσανα και διωγμοί» που έγραψε κι ο Λοΐζος) αλλά η δική του μνήμη δεν στοιχειώνει, μεγαλύνει, αναβαπτίζοντας με την ουσιαστική και καθόλου ξύλινη γλώσσα της ποίησης, την απόφαση των ανθρώπων να πηγαίνουν κόντρα στους καιρούς, αποτελώντας ανάχωμα στο να μην σβήσει η προσπάθεια γι’ ανθρώπινους ανθρώπους… Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά να καταριέσαι το σκοτάδι, λέει η γνωστότερη Κινέζικη (αν κι άλλλοι την αποδίδουν στην Εβραϊή Κσαμπάλα) παροιμία. Αυτό έκανε μια ζωή ολόκληρη, με λόγια και πράξεις, ο μπαρμπα Κώστας. Κι αυτή η κληρονομιά, όπως κι αν την ονομάζει κάθε εποχή και τόπος, είναι το Φως που Πάντα Καίει…
Ελένη Καρασαββίδου
ΑΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΣΤΕ ΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΒΑΡΝΑΛΗ απλά χτυπήστε το όνομά του στο google!
Όσα μας έδωσες αυτές τις δυο μέρες με τον Βάρναλη, δεν τα είχαμε ούτε σε έναν αιώνα. Νάστε καλά .Μας φωτίσατε... ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΎΜΕ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς τα βλέπουν αυτά ..οι νεοκομμονιστάδες- άθεοι Τύπου Τσίπρα, Δήμου κι άλλα χαζά υποκείμενα. Ο "Μπάρμπα Κώστας" Βάρναλης ήταν αγωνιζόμενος κομμουνιστής που είχε ταλαιπωρηθεί, αλλά ποτέ δεν πρόδωσε τις πίστες του στις παραδόσεις του λαού αυτού.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκπληκτικοί όντως οι στιχοί του... Ξεχασμένοι πιά και από τους ομοϊδεάτες του... Ναι υπάρχει λήθη ακόμη και στον Άγιο αυτόν του Κ.Κ.Ε...
Ναι ο Άγιος των Γραμμάτων μας είναι Παπαδιαμάντης, αλλά ο Άγιος των Ελλήνων κομμουνιστών σίγουρα πρέπει να είναι ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ...Χίλια συγχαρητήρια να τον ξεθάψετε!